Το Υπ. Εσωτερικών και συγκεκριμένα οι Επαρχιακές Διοικήσεις από το 2017 στην προσπάθεια τους να εφαρμόσουν τη νέα νομοθεσία Περί Σωματείων, επιδόθηκαν σε μια αναίτια και αδικαιολόγητη προσπάθεια αποδόμησης του ερασιτεχνικού αθλητισμού. Έχουν δε προχωρήσει σε διαγραφές αρκετών Σωματείων με τη δικαιολογία ότι αυτά ασκούν εμπορικές δραστηριότητες ενώ την ίδια ώρα επικαλούνται και ενώπιον Δικαστηρίων ότι μπορούν να λειτουργούν ως σχολές με βάση τους Κανονισμούς Περί Αθλητικών Σχολών (ΚΔΠ 38/1995) αλλά όχι ως Σωματεία.
Τις θέσεις αυτές τις προώθησαν και ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 11/2021 η απόφαση της οποίας εκδόθηκε την 5.4.2023 (Σωματείο «Tae Kwon Do Power Centre V Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 1.Εφόρου Σωματείων και Ιδρυμάτων κ.α.). Στην υπό αναφορά υπόθεση Αθλητικό Σωματείο αιτήθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο την ακύρωση της απόφασης του Υπ. Εσωτερικών / Εφόρου Σωματείων που αποφάσισε την διαγραφή του από το μητρώο Σωματείων 2 μήνες μετά από την παραλαβή σχετικής επιστολής.
Το εν λόγω Σωματείο ενημερώθηκε από τον Έφορο Σωματείων ότι από τη στιγμή που η νομική οντότητα είναι αθλητική σχολή εγγεγραμμένη στον ΚΟΑ και υπάγεται στις αποκλειστικές εξουσίες του ΚΟΑ ο Έφορος Σωματείων οφείλει με βάση τις πρόνοιες του νόμου Περί Σωματείων και Ιδρυμάτων να διαγράψει το Σωματείο πλην όμως δεν θα γινόταν διάλυση και η σχολή θα συνεχίσει να λειτουργεί με βάση τις πρόνοιες των σχετικών κανονισμών.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του παρά το γεγονός ότι αποφάσισε την απόρριψη της προσφυγής για λόγους που αφορούσαν την απώλεια εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης εντούτοις σημείωσε πως «για τις αθλητικές σχολές που είναι εγγεγραμμένες στον ΚΟΑ και διέπονται από τους κανονισμούς δεν εφαρμόζεται ο Περί Σωματείων Νόμος ως προνοείται στο άρθρο 51» και πως δεν θα γίνει διάλυση ή εκκαθάριση αφού η σχολή θα συνεχίσει να λειτουργεί με βάση τους δευτεροβάθμιους Κανονισμούς.
Σύμφωνα δηλαδή με την απόφαση, ένα Σωματείο το οποίο έχει διαγραφεί από τον Έφορο Σωματείων αλλά δεν έχει διαλυθεί ή εκκαθαριστεί θα μπορεί να παραμείνει εγγεγραμμένο στον ΚΟΑ και συγκεκριμένα στο μητρώο Αθλητικών Σχολών και να λειτουργεί με βάση τους δευτεροβάθμιους κανονισμούς και συγκεκριμένα την ΚΔΠ 38/1995.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πράξη της διαγραφής από το Μητρώο Σωματείων δεν προνοείται σε καμία διάταξη του ειδικού Νόμου Περί Σωματείων του 2017. Επιπλέον, να σημειωθεί πως σύμφωνα με τον Περί Σωματείων Νόμο για να προκύψει διάλυση ενός Σωματείου θα πρέπει να προηγηθεί εκκαθάριση του ως διαλαμβάνεται από το ίδιο άρθρο 24 του Νόμου.
Κατά συνέπεια η σημασία ή η πράξη της διαγραφής από το Μητρώο εκτός από ανύπαρκτη είναι και ενέργεια η οποία δεν έχει κανένα νομικό περιεχόμενο. Ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι η διαγραφή έχει περιεχόμενο΄, το άρθρο 5(1) του Νόμου προνοεί πως Σωματείο διατηρεί νομική προσωπικότητα εφόσον είναι εγγεγραμμένο στο σχετικό Μητρώο ενώ εξ’ αντιδιαστολής εφόσον έχει διαγραφεί και δεν είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο δεν διατηρεί οποιαδήποτε νομική προσωπικότητα.
Αξιοσημείωτο όμως είναι το γεγονός ότι σύμφωνα με τον Περί ΚΟΑ Νόμο “αθλητική σχολή” σημαίνει οιανδήποτε σχολήν λειτουργούσαν εν τη Δημοκρατία επί τω τέλει της προαγωγής της εξωσχολικής σωματικής αγωγής και αθλητισμού της Κύπρου εν γένει και περιλαμβάνει οιανδήποτε σχολήνιδρυομένην υπό του Οργανισμού ή υπό οιασδήποτε αθλητικής ομοσπονδίας ή αθλητικού σωματείου.
Με βάση λοιπόν την ως άνω ερμηνευτική διάταξη για να μπορεί να εγγραφεί και να λειτουργεί αθλητική σχολή είτε θα πρέπει να είναι ιδρυόμενη από τον ΚΟΑ ή πρέπει να ανήκει σε Ομοσπονδία ή σε αθλητικό Σωματείο και συγκεκριμένα εγγεγραμμένο Σωματείο. Δεν μπορεί δηλαδή να διατηρείται αθλητική σχολή από άλλο νομικό πρόσωπο εκτός από τον ίδιο το δημόσιο οργανισμό τον ΚΟΑ, από Ομοσπονδία η οποία σύμφωνα με τον Περί ΚΟΑ Νόμο τα συστατικά της μέλη είναι Σωματεία που νόμιμα συστάθηκαν και λειτουργούν στη χώρα, ή Σωματείο.
Πως είναι δυνατό ένα Σωματείο που «διαγράφεται» και χάνει τη νομική του προσωπικότητα να μπορεί να διατηρεί αθλητική σχολή σύμφωνα με τον Περί ΚΟΑ Νόμο αλλά και με τους ειδικούς Κανονισμούς;
Η απάντηση είναι αρνητική και δεν μπορεί να διασωθεί ούτε με την επίκληση του άρθρου 51 του Περί Σωματείων Νόμου. Αντίθετα το λεκτικό του άρθρου 51 δίνει και την απάντηση στο θέμα:
“Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται ή δεν επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο σωματεία, ιδρύματα συνδέσμους, οργανώσεις, ενώσεις προσώπων ή ομοσπονδίες τα οποία ρυθμίζονται ειδικά από άλλο ειδικότερο νόμο, οι διατάξεις του οποίου θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται ως προς αυτά”
Είναι λοιπόν προφανές πως οι διατάξεις του Περί Σωματείων Νόμου 2017 ως διαλαμβάνει το ίδιο άρθρο 51, «δεν εφαρμόζεται ή επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο» οντότητες που ρυθμίζονται ειδικά από άλλο ειδικότερο νόμο. Για παράδειγμα οι Αθλητικές Ομοσπονδίες, 78 στον αριθμό, απόκτησαν νομική προσωπικότητα από τον Περί ΚΟΑ Νόμο και λειτουργούσαν και συνεχίζουν να λειτουργούν στο πλαίσιο και με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού. Μέχρι το 2017 και σύμφωνα με τον νέο Περί Σωματείο Νόμο δεν υπήρχε άλλο εθνικό νομοθέτημα που να διέπει τη σύσταση και λειτουργία Ομοσπονδίας ή Αθλητικής Ομοσπονδίας με εξαίρεση το Νόμο του ΚΟΑ που ισχύει από το 1969. Ο νέος Νόμος Περί Σωματείων του 2017 για πρώτη φορά διαλαμβάνει τον όρο Ομοσπονδία, που σημαίνει «το πλαίσιο συνεργασίας τριών ή περισσότερων σωματείων, ιδρυμάτων, μη κερδοσκοπικών εταιρειών ή άλλων παρεμφερών μη κερδοσκοπικών νομικών οντοτήτων, με κοινούς σκοπούς» και το άρθρο 44 αυτού διαλαμβάνει και τον τρόπο που τέτοια συστήνεται.
Καμία «διαγραφή» δεν έχει γίνει σε αθλητική Ομοσπονδία εξαιτίας των νέων διατάξεων του νέου Περί Σωματείων Νόμου και ούτε απαιτήθηκε από τις αθλητικές Ομοσπονδίες να επικαιροποιηθούν ή διαφορετικά θα διαγράφονταν. Αντίθετα απαιτήθηκε από τα Σωματεία που είναι συστατικά Μέλη Ομοσπονδίας και αθλητικών Ομοσπονδιών να επικαιροποιηθούν και να συμμορφωθούν με τις διατάξεις του Νόμου και όσες το έπραξαν «διαγράφησαν» ακολούθως για λόγους που «επειδή είναι εγγεγραμμένες ως αθλητικές σχολές».
Είναι επίσης γνωστή η διαχρονικά αλλά και καθιερωμένη νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με την ερμηνεία νόμου.
Στην υπόθεση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λίμιτεδ, Α.Ε 3555, ημερ. 28/03/06 όπου λέχθηκαν τα εξής:
Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, όταν η φρασεολογία μιας νομοθετικής διάταξης είναι σαφής, τότε αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοιά τους. (Βλ. Halsbury‘s “Laws of England” 3rdEdition, V. 36, para 579, Odger‘s “The Construction of Deeds andD ocuments” 4thEdition, 173, Μακεδόνας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162, Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΠλάζαΛτδ ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερμασόγειας(1998) 3 Α.Α.Δ. 348 και Ghalanos Distributors Ltd. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528). Όμως σε περιπτώσεις όπου εμφανίζεται μια ασάφεια στη γραμματική ερμηνεία ενός νομοθετήματος, επιτρέπεται η καταφυγή στην τελεολογική ερμηνεία και ο προσανατολισμός μέσω των σκοπών του νομοθέτη. Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η τελεολογική προσέγγιση δεν επιτρέπει την απόκλιση από ρητές νομοθετικές διατάξεις ή την τροποποίηση του κειμένου. (Βλ. Odger’s “The Construction of Deeds and Documents” 4th Edition, 174). Όπως έχει τονισθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Κ.Ο.Τ. ν. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86, 89,
“Η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων (teleological, purposive interpretation) επιτρέπει οποτεδήποτε το κείμενο της νομοθεσίας παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας εκείνης που αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των κατά άλλα έκδηλων σκοπών του νομοθέτη. Δεν δικαιολογεί όμως η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας, ούτε καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη.”»
Συμφώνως της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε περίπτωση ένας νόμος ή μια πρόνοια επιδέχονται πέραν της μιας ερμηνείας ή που επιδέχεται διαζευκτικές ερμηνείες, η ερμηνεία που οδηγεί σε άτοπα, παράλογα ή άδικα αποτελέσματα θα πρέπει να αποφεύγεται. Παραπέμπουμε σχετικά στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Δ. Χριστόφια και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 421 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Εναντίον της ερμηνείας που οδηγεί σε άτοπα αποτελέσματα ή παράλογες καταστάσεις έχει ταχθεί και η δική μας νομολογία. Έχει σταθερά νομολογηθεί ότι οσάκις ένας νόμος επιδέχεται δύο διαζευκτικές ερμηνείες ή ερμηνεία η οποία οδηγεί σε παράλογες καταστάσεις ή άτοπα αποτελέσματα πρέπει να αποφεύγεται (Βλ. Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 612, Κατσαράς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 145, Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1979) 3 Α.Α.Δ. 86, Λόρδος και Αναστασιάδης Λτδ. κ.ά. ν. Επάρχου Λεμεσού (1976) 2 Α.Α.Δ. 145, Orphanage and TrainingSchool v. Attorney-General of the Republic (1977) 1 C.L.R. 302, Αστυνομία ν. Ξυδιά (1991) 2 Α.Α.Δ. 456).»
Ευσεβάστως λοιπόν σημειώνεται η διαφωνία μας με το σκεπτικό του Δικαστηρίου αλλά τονίζεται το άτοπο και το παράλογο της σχετικής προσέγγισης. Είναι η θέση μας πως οι αρμόδιες αρχές του Κράτους θα πρέπει άμεσα να ακούσουν τις ιαχές των αθλητικών φορέων αλλά και να αντιληφθούν πως η πορεία προσέγγισης θα διαλύσουν το αθλητικό στερέωμα του Κράτους όπως εδραιώθηκε από το έτος ίδρυσης του και το οποίο λειτουργεί και περιφρουρεί την κυριαρχία του αλλά και την διεθνή του εκπροσώπηση του σε διοικητικά αλλά και αθλητικά γεγονότα.