What’s in a name? Θεσμική Σύγκρουση και το Ζήτημα του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή

Με τις δύο πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επανέρχεται στη δημόσια σφαίρα το ζήτημα του τίτλου του δεύτερου τη τάξει της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Αν η διαφωνία δεν ήταν στα πλαίσια μιας ευρύτερης θεσμικής σύγκρουσης, το όλο θέμα για το αν το ορθό είναι «Βοηθός Γενικού Ελεγκτή» ή «Βοηθός Γενικός Ελεγκτής» θα φάνταζε η κυπριακή εκδοχή της παρόμοιας διαφωνίας στη δημοφιλή αμερικάνικη σειρά «The Office». Δυστυχώς όμως, πίσω από την τυπική διαφωνία βρίσκεται ένα ενεργό θεσμικό ηφαίστειο που κάθε φορά που βρυχάται, η λάβα του καίει αργά, αλλά σταθερά, όση εμπιστοσύνη απολαμβάνουν ακόμα οι θεσμοί του κράτους μας. Ιδιαίτερα δε, η γνωμάτευση των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας για να μην παραδοθούν οι φάκελοι των πολιτογραφήσεων για έλεγχο στην Ελεγκτική Υπηρεσία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αδιαφάνειας που πλήττει την αξιοπιστία των ιδίων αλλά και του θεσμού που υπηρετούν.

Επιστρέφοντας στο ζήτημα του τίτλου του δεύτερου τη τάξει στην Ελεγκτική Υπηρεσία (όπως και στην Νομική Υπηρεσία και στο Γενικό Λογιστήριο) το Ανώτατο Δικαστήριο, με τις αποφάσεις του 1/2023 και 3/2023 ημερομηνίας 20 Φεβρουαρίου 2023, απέρριψε τις δύο προσφυγές του Γενικού Ελεγκτή που καταχωρίστηκαν στη βάση του Άρθρου 139 του Συντάγματος.[1] Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι καμία από τις προσφυγές δεν στρεφόταν κατά πράξης του Γενικού Εισαγγελέα αλλά κατά του Υπουργείου Οικονομικών και της Βουλής των Αντιπροσώπων που υιοθέτησαν την γνωμάτευση του ημερομηνίας 24 Μαρτίου 2022, το πρώτο με την αποστολή της Εγκυκλίου Αρ. 1703 που εξέδωσε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών στις 19 Απριλίου 2022 και η δεύτερη με την ψήφιση του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου (αρ. 2) που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 1.7.2022.

Οι δύο απορριπτικές αποφάσεις αποδέχθηκαν την προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση ότι στις υπό εξέταση προσφυγές «δεν εντοπίζεται σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας» εν τη έννοια του Άρθρου 139 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του 1/2023 αναφέρει τα ακόλουθα:

«Η κατά τους Καθ’ ων η αίτηση ορθή διατύπωση των τίτλων των υπό συζήτηση Αξιωματούχων, πιο συγκεκριμένα στα όσα αφορούν την Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, δεν οδηγεί σε διαφωνία, σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ των μερών, εν τη έννοια του Άρθρου 139. Τούτο διότι, η όποια εξουσία ή αρμοδιότητα δεν πηγάζει από τη λεκτική διατύπωση του τίτλου συγκεκριμένου Αξιωματούχου ή την ορθή απόδοσή του. Οι εξουσίες και αρμοδιότητες εκπορεύονται, εν προκειμένω, από το ίδιο το Σύνταγμα και, ως προς τούτο, δεν υποδείχθηκε, ούτε βεβαίως και υπήρξε οποιαδήποτε παρέμβαση ή αμφισβήτηση, είτε έμμεσα, είτε άμεσα. Οι συνταγματικές πρόνοιες, κατά τρόπον σαφέστατο, προβλέπουν τα όρια εξουσίας των δυο Αξιωματούχων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και αποτυπώνουν το βάρος του θεσμικού τους ρόλου. Η συνταγματική επιταγή της παραγράφου 2 του Άρθρου 115, σύμφωνα με την οποία ο Γενικός Ελεγκτής προΐσταται της Ελεγκτικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και ο Βοηθός έπεται αυτού, αλλά, ιδίως, η συνταγματική επιταγή των Άρθρων 116 και 117 σύμφωνα με τα οποία τον έλεγχο και «πάσαν ετέραν εξουσίαν … υπηρεσίαν ή καθήκον» διενεργεί ο Γενικός Ελεγκτής βοηθούμενος από τον Βοηθό, δεν επηρεάζεται, ούτε τελεί υπό συζήτηση ή αμφισβήτηση στην ενώπιον μας περίπτωση, ως απόρροια της έκδοσης της επίδικης Εγκυκλίου».

Η συλλογιστική του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ξεκάθαρη και θεωρώ ορθή, το ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση αφορά την περιγραφή του τίτλου και όχι τις εξουσίες και τις αρμοδιότητές του. Εάν και όταν ο τίτλος του εκάστοτε αξιωματούχου χρησιμοποιηθεί σαν επιχείρημα για την αξίωση διαφορετικών εξουσιών ή αρμοδιοτήτων από αυτές που προβλέπονται στο Σύνταγμα, τότε και μόνο τότε ανοίγει ο δρόμος για προσφυγή στη βάση του Άρθρου 139 του Συντάγματος, αντικείμενο της οποίας θα είναι η σύγκρουση ή αμφισβήτηση ή και διαφωνία επί των νέων εξουσιών ή αρμοδιοτήτων που αξιώνονται.

Ενώ λοιπόν, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν δίνει οριστική απάντηση στο ζήτημα του τίτλου του δεύτερου τη τάξει στην Ελεγκτική Υπηρεσία, είναι δέον να λεχθεί πως επί της ουσίας ο Αιτητής ορθώς προέβαλε το επιχείρημα στην προσφυγή 1/2023 ότι οι Καθ’ ών η αίτηση «στερούνται αρμοδιότητας και/ή εξουσίας έκδοσης της επίδικης Εγκυκλίου» αλλά και «ότι ενήργησαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας». Η παράλειψη του Αιτητή, στην οποία ίσως να οφείλεται και η ατυχής επιλογή του εν λόγω ένδικου βοηθήματος, είναι πως η πρόνοια του Συντάγματος η οποία πιθανώς να  παραβιάζεται είτε με την εγκύκλιο είτε και με την ίδια την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 24 Μαρτίου 2022, είναι, πρωτίστως, το Άρθρο 180 παράγραφος 2 του Συντάγματος. Προτού όμως αναπτυχθεί αυτή η θέση είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στην ίδια την γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.

Η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 24 Μαρτίου 2022 με θέμα «Τίτλοι Αξιωματούχων προβλεπόμενοι εκ του Συντάγματος» έχει δημοσιευτεί από τον συνάδελφο Χριστόφορο Χριστοφή και είναι διαθέσιμη εδώ. Σε αυτή την γνωμάτευση ο Γενικός Εισαγγελέας ανατρέπει την προηγούμενη γνωμάτευση του Κ. Κληρίδη, ημερομηνίας 9 Ιουλίου 2015, και επαναφέρει αυτήν του Μ. Τριανταφυλλίδη, ημερομηνίας 22 Σεπτεμβρίου 1990, η οποία είχε καταλήξει ότι ο ορθός τίτλος είναι «Βοηθός Γενικός Ελεγκτής». Η επιχειρηματολογία του Γενικού Εισαγγελέα στην τελευταία γνωμάτευση είναι λεπτομερής και πειστική, όμως το πιο κρίσιμο κομμάτι για τους σκοπούς του παρόντος είναι το ακόλουθο:

«σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία του άνω κειμένου, ο τίτλος του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή είναι «Βοηθός Γενικού Ελεγκτού» ως οι ρητές διατάξεις του άνω Άρθρου του Συντάγματος. Πλην όμως, είναι καθολικά γνωστό ότι οι κανόνες ερμηνείας τόσο του Συντάγματος, όσο και γενικά της νομοθεσίας δεν περιορίζονται στη γραμματική ερμηνεία. Ως εκ τούτου, περαιτέρω ανάλυση είναι δεδομένο ότι θα πρέπει να γίνει, λαμβάνοντας υπόψη και το τούρκικο κείμενο του Συντάγματος -που επίσης αποτελεί επίσημο κείμενο του Συντάγματος- σε συνδυασμό με το αγγλικό κείμενο του Συντάγματος, που σύμφωνα με τη νομολογία, μπορεί να λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς ερμηνείας.

Στο τούρκικο κείμενο του Συντάγματος, ο όρος που χρησιμοποιείται για το Βοηθό Γενικό Ελεγκτή, στο Άρθρο 117 του Συντάγματος, είναι «Bas Murakip Muavini» που μεταφράζεται στα ελληνικά ως «ο Βοηθός Γενικός Ελεγκτής».

[…]

Ταυτόχρονα, στο αγγλικό κείμενο του Συντάγματος, προνοείται ο όρος «Deputy Auditor-General», σε αντίθεση με τον όρο «Assistant to the Auditor General που κατά την άποψή μου, θα ήταν η ακριβέστερη μετάφραση του ελληνικού κειμένου του Συντάγματος».

Στη συνέχεια συνεχίζει η γνωμάτευση κάνοντας αναφορά στο άρθρο 180 του Συντάγματος και την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου No 972/62, στην οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θεώρησε πως καθώς τα ελληνικά και τουρκικά κείμενα της σχετικής διάταξης του Συντάγματος δεν απέδιδαν το ίδιο νόημα, το τουρκικό θα υπερίσχυε λόγω του ότι το αγγλικό κείμενο προσιδίαζε στο τουρκικό και όχι στο ελληνικό. Μετά από αρκετή ανάλυση και επιχειρηματολογία ο Γενικός Εισαγγελέας καταλήγει στη θέση πως ο ορθός τίτλος, που ανταποκρίνεται καλύτερα στον συνδυασμό του τουρκικού και αγγλικού κειμένου του Συντάγματος είναι αυτός του «Βοηθός Γενικός Ελεγκτής».

Επί της ουσίας, φαίνεται να είναι ορθός ο Γενικός Εισαγγελέας. Όμως, αυτό που φαίνεται να διαλανθάνει της προσοχής του είναι πως μέσω της εν λόγω γνωμάτευσης, πιθανόν να παραβιάζει ο ίδιος το Άρθρο 180 του Συντάγματος το οποίο επικαλείται. Συγκεκριμένα το Άρθρο 180 παράγραφος 2 του Συντάγματος προνοεί:

«Οιαδήποτε αντίφασις μεταξύ των δύο κειμένων του Συντάγματος επιλύεται υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου […]».

Συνεπώς, ο Γενικός Εισαγγελέας ενεργεί ultra vires όταν προσπαθεί ο ίδιος να επιλύσει την διαγνωσθείσα αντίφαση μεταξύ των δύο κειμένων του Συντάγματος, συμβουλεύοντας τον Υπουργό Οικονομικών να αλλάξει την περιγραφή του τίτλου του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή σε άλλη από αυτή που προβλέπει το ελληνικό κείμενο του Συντάγματος. Όπως και ο ίδιος αναγνωρίζει, το άρθρο 180 παράγραφος 2 του Συντάγματος προβλέπει πως μόνο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιλύσει «οιαδήποτε αντίφασις μεταξύ των δύο κειμένων του Συντάγματος». Μέχρι να επιλυθεί η «αντίφασις» το ελληνικό κείμενο ισχύει όπως είναι διατυπωμένο στα Ελληνικά και το τουρκικό όπως είναι διατυπωμένο στα Τουρκικά, δεν μπορεί να το αλλάξει ο Γενικός Εισαγγελέας ούτε και να γνωματεύσει προς την κυβέρνηση να χρησιμοποιεί διαφορετική περιγραφή του τίτλου (ακόμα και αν σε αυτή την περίπτωση φαίνεται ότι είναι ορθότερη) σε επίσημα έγγραφα της Δημοκρατίας.

Εν τέλει, το ζήτημα με την περιγραφή του τίτλου του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή, τουλάχιστον σε αυτή την φάση, δεν είναι ζήτημα διαφωνίας περί των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων, αλλά, από συνταγματικής σκοπιάς, ζήτημα «αντίφασις» μεταξύ των δύο κειμένων του Συντάγματος.  Θεωρητικά, αν και το πιθανότερο να είχε την ίδια κατάληξη, λαμβάνοντας υπόψιν ότι η νομολογία θεωρεί το εν λόγω προνομιακό ένταλμα ξεπερασμένο,[2] ακόμα και το ένδικο βοήθημα του Quo Warranto θα ήταν προς την ορθότερη νομικά κατεύθυνση, σε σύγκριση με την προτιμηθείσα τελικά προσφυγή στη βάση του Άρθρου 139 του Συντάγματος.

Καταληκτικά, 60 χρόνια μετά την εφαρμογή του «προσωρινού» δικαίου της ανάγκης και την κατάρρευση του δικοινοτικού χαρακτήρα του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε μια πατρίδα ημικατεχόμενη, που ο απερχόμενος της Πρόεδρος ελέγχεται για διαφθορά, οι αξιωματούχοι του κράτους καλούνται να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων που ορίζει η θέση τους. Το λιγότερο που αυτό απαιτεί είναι να διαφυλάσσουν οι ίδιοι το κράτος δικαίου και όχι το κράτος να διαφυλάσσει αυτούς εις βάρος του δικαίου.

[1] Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας κ.α. ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α.Προσφυγή 1/2022 και Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας κ.α. ν. Βουλή των Αντιπροσών Προσφυγή 3/2022.

[2]Πολιτική Αίτηση Αρ. 185/2013.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,