Δια μέσου των αιώνων η Κύπρος ήταν είτε υπό την κατοχή ή την επιρροή της επικρατούσας δύναμης στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Μετά τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις τεκτονικές αλλαγές στο διεθνές σύστημα εύλογα εγείρεται και το ερώτημα των στρατηγικών επιλογών και προσανατολισμών της Κύπρου με τα νέα δεδομένα. Σημειώνεται συναφώς ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ακολούθησε την πολιτική των κυρώσεων της ΕΕ εναντίον της Ρωσίας. Στη σημερινή συγκυρία διάφοροι παράγοντεςυποστηρίζουν την υποβολή αίτησης για ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΝΑΤΟ.
Είναι πολύ σημαντικό να προβληματιστούμε για όλα αυτά τα ζητήματα λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τις συναφείς πραγματικότητες. Πρώτα απ΄ όλα σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα η Δύση καθώς και η διεθνής κοινότητα έχουν ανεχθεί τις τουρκικές ενέργειες στην Κύπρο. Ποτέ δεν είχε υιοθετηθεί μια πολιτική κυρώσεων η οποία να δημιουργήσει πραγματικό κόστος για την Τουρκία παρά την κατοχή, τις παραβιάσεις της Κυπριακής ΑΟΖ, τον εποικισμό καθώς και τον υβριδικό πόλεμο εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι επίσης σημαντικό να ληφθεί υπ΄ όψινότι σήμερα επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν κυρίως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία, το Ισραήλ, η Τουρκία και η Αίγυπτος. Η Ρωσική επιρροή στην Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο έχει μειωθεί σημαντικά μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Προφανώς θα ανέμενε κανείς να είχε μεγάλη επιρροή η ΕΕ ως ενιαία οντότητα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Επιπρόσθετα, η επιρροή της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι μικρότερη από αυτή της Τουρκίας. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία είναι εγγυήτρια δύναμη της εδαφικής ακεραιότητας, κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας κατέχει το 37% περίπου του εδάφους της έχοντας δημιουργήσει σε αυτό ένα προτεκτοράτο. Πέραν τούτου, η Τουρκία έχει ως στόχο τον στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου. Οι άλλες δυο εγγυήτριες δυνάμεις, Ελλάδα και Βρετανία, δεν τήρησαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας για διαφορετικούς λόγους.
Υπό αυτά τα δεδομένα θεωρώ την πρόταση για υποβολή αίτησης για ένταξη στο ΝΑΤΟ καθώς και τη θέση ότι «ανήκουμε στη Δύση» μια ιδεολογική παρά μια πραγματιστική τοποθέτηση. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η εξαγγελία του Προέδρου Αναστασιάδη το 2013 για ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Εν ολίγοις, με άλυτο το Κυπριακό η Τουρκία ουδέποτε θα αποδεχθεί την Κυπριακή Δημοκρατία στο ΝΑΤΟ. Επίσης με άλυτο το Κυπριακό η χώρα μας έχει όχι μόνο την υποχρέωση αλλά και την επιβεβλημένη αναγκαιότητα να διατηρεί διαύλους επικοινωνίας και με τα 5 μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ενδεχομένως να λεχθεί ότι η Κύπρος θα μπορούσε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ στα πλαίσια μιας λύσης του Κυπριακού. Αυτό είναι δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης. Εάν όμως η διευθέτηση του Κυπριακού θα είναι στα πλαίσια της φιλοσοφίας του Σχεδίου Ανάν το αποτέλεσμα θα είναι μια πύρρειος νίκη με οδυνηρές συνέπειες.
Η αξιολόγησή αυτή δεν παραπέμπεισε μια πολιτική ουδετερότητας. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της ΕΕ και παράλληλα ανήκει στη σφαίρα επιρροής της Δύσης. Ο πραγματισμός και η ρεαλπολιτίκ υπαγορεύουν ότι η χώρα μας θα πρέπει να πολιτεύεται έχοντας υπ΄ όψιν αυτές τις πραγματικότητες. Στη σημερινή συγκυρία αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, η σημασία των σχέσεων με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Εννοείται επίσης ότι η Κύπρος θα πρέπει να αξιοποιεί όλα τα δεδομένα της συμμετοχής της στην ΕΕ. Πέραν τούτου, είναι σημαντικό να εμβαθύνει τις σχέσεις της με τις δύο από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, την Ελλάδα και τη Βρετανία, και να ζητήσει τη στήριξή τους στον αγώνα της για μια βιώσιμη διευθέτηση του Κυπριακού. Επί τούτου επαναλαμβάνω τη θέση για μια εξελικτική προσέγγιση η οποία θα συμπεριλαμβάνει και την προσπάθεια συνεργασίας και ομαλοποίησης των σχέσεων με την Τουρκία σε βάθος χρόνου, με την εμπλοκή ξένων δυνάμεων, στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού. Επιπρόσθετα, η Κύπρος θα πρέπει να έχει διαύλους επικοινωνίας και να καλλιεργεί σχέσεις με όλες τις δυνάμεις και χώρες ανεξάρτητα από το εάν ανήκουν ή όχι στο ΝΑΤΟ. Θεωρώ ότι σε ένα πολυπολικό κόσμο η προσέγγιση αυτή εξυπηρετεί καλύτερα το εθνικό συμφέρον.