ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΕΚΤΙΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΜΕΡΟΣ 3.
β) Λεκτικά λάθη – Η στο α’ πρόσωπο, τελική αιτιολογημένη απόφαση τινών των δικαστών ή ακόμη και σε κάθε βήμα πάνω στην έδρα λανθασμένη έκφραση κατά την διεξαγωγή της διαδικασίας ήτοι:
«κρίν-ω», «αποφασίζ-ω» «θα δώσ-ω την απόφαση μου»είναι λάθος.
Οι φράσεις αυτές εκφεύγουν καθ’ ήμας τού από καθέδρας ορθού λεκτικού κώδικα αποτελώντας ατομικιστικές, ματαιόδοξες και εγωιστικές εκφράσεις.
Θεωρούμε ότι βρίσκονται στην πορεία της όχι σωστής νομικά, αλλά και σε εσωτερικό μέγεθος ελλιπούς ταπεινότητας της εκφοράς του δικαστικού λόγου, εκφράζοντας μια εξωπραγματική κτητικότητα υπερβολικά πέραν των εξουσιών του δικαστικού θεσμού.
Μπορεί στην θέση του δείνα δικαστού να βρισκόταν π.χ. η ταπεινότης του γράφοντος συνεπώς σε προσωπικό επίπεδο δεν είναι στην αντίπαλη πλευρά παραθέτοντας αυτές τις προτάσεις ούτε και φέρει οποιαδήποτε εμπάθεια. Όμως συγχρόνως με βάση το επιστημονικό δεδομένο των οδηγιών των σοφών καθηγητών του πανεπιστημίου Αθηνών οι οποίοι μας έλεγαν «τώρα μιλάμε νομικά», τότε ας δούμε επομένως αυτό το θέμα να μιλά νομικά.
Κανείς δεν έχει τίποτα δικό του, όλα είναι της κοινωνίας, όλοι είμαστε υπηρέτες της κοινωνίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και όλοι αποχωρούν από αυτή την ζωή με μόνη συνοδεία το τίποτα – εκτός από το τεράστιο άυλο και μεγαλειωδώς καλό βάρος το οποίο μέσα στα 23 της γραμμάρια θα μεταφέρει η ψυχή τουςστην άλλη διάσταση ότι ναι, ήταν καλοί άνθρωποι στον πλανήτη γη.
Όμως η καλοσύνη του ανθρώπου είναι ευγενής (ευ+γένος = καλό γένος) εσωτερική αντίληψη και πράξη αναγνώρισης και έκφρασης της ταπεινότητας του και επομένως κανένας «δήθεν» και μή ταπεινός άνθρωπος, δεν είναι καλός άρα,
το «πρώτο πρόσωπο» ας μπει επιτέλους στην ζωή μας στην χαμηλή εκείνη θέση (υψηλή όμως ηθικά) που όντως του αρμόζει. Ας αισθανόμαστε – με την καλή και εσωτερική έννοια/εσωτερικής ηθικής αξίας έννοια του όρου – «τελευταίοι» στην ζωή μας και ότι όλοι είμαστε πίσω από όλους τους άλλους, δηλαδή ότι σεβόμαστε τους συν-ανθρώπους μας, δεν είμαστε… ανώτεροι τους, δεν είμαστε «μπροστά» τους και δεν προηγούμαστε έναντι κανενός για τον απλό λόγο ότι είμαστε συνάνθρωποι, δηλαδή «συν» – άνθρωποι, άρα μαζί άνθρωποι.
Σχόλιο: Ο γράφων είναι πάρα πολύ εντυπωσιασμένος από το Κυριλλικό/Ρωσικό αλφάβητο αναφορικά με το γράμμα «για» (καταγράφεται ως ανάποδο R Λατινικό) δηλαδή στα Ελληνικά «εγώ». Το γράμμα «για»=εγώ, είναι μέσα στα τριανταδύο άλλα το τελευταίο γράμμα του Ρωσικού αλφαβήτου και πιθανότατα όχι τυχαία τεθέν στην θέση αυτή από την ύψιστη ταπεινότητα των δημιουργών του Αγίων Κυρίλλου και Μεθόδιου.
Είναι δεδομένο αξίωμα ότι ο δικαστής δεν είναι εξουσία αλλά ασκεί την δικαστική εξουσία. Και κατ’ εντολή της κοινωνίας το κάνει αυτό.
Συνάμα ας σκεφτούμε και αυτό: ο δικαστής σήμερα βρίσκεται στην έδρα, αύριο θα λήξη η θητεία του και θα φύγει για το σπίτι του, ούτε οι δικαστικοί φάκελλοι, ούτε η έδρα ούτε τίποτα άλλο δεν είναι δικό του. Και αυτό διότι όλα είναι απόλυτο και αδιατάρακτο εμπράγματο ιερό κτήμα της κοινωνίας την οποία υπηρετεί. Συνεπώς ο δικαστής δεν είναι καθ’ αυτώ εξουσία, αλλά ως κατ’ εξουσιοδότηση της εντολέως κοινωνίας ασκεί την λαϊκή εξουσία ως εντολοδόχος.
Άρα θα πρέπει και οι εκφράσεις του να συνάδουν προς την σχετική «διαταγή» της κοινωνίας με ορατό περιεχόμενο στοιχείων σεμνότητας και μετριοφροσύνης και βεβαίως της νομικής ακρίβειας. Αυτά είναι τα προτερήματα, είναι οι αξιόπιστοι μάρτυρες (Σωκρατικής μορφής) πνευματικής αυτογνωσίας, σε επίπεδο νομικής γνώσης και συνάμα εγγυητές σε επίπεδο ηθικής της ποιότητας του ανθρώπου δικαστού.
Συνεπώς:
αυτόν τρόπο έκφρασης στο α’ πρόσωπο δεν θα τον χαρακτηρίζαμε επενδύοντας σε επιτηδευμένα λόγια με χρήση (καταχρηστική) φράσεων του διοικητικού δικαίου όπως «νόσφισης εξουσίας» και άλλα τινά νομικά πονηρά ευφυολογήματα όμως από την άλλη,
θεωρούμε ότι αυτός ο τρόπος έκφρασης πρέπει να τερματιστεί υποβάλλοντας την δική μας θέση η οποία κατά την ταπεινή μας γνώμη είναι η σωστή:
το δικαστήριο «αποφασίζει», ή τρίτο ενικό «αποφασίζεται», ή «εκδίδεται απόφαση για…».
Εξ άλλου ας μήν ξεχνάμε την τελική καταληκτική μονοσέλιδη(συνήθως) απόφαση/διάταγμα του δικαστηρίου η οποία ομιλεί αφ’ εαυτής: δεν γράφει στο α΄ ενικό πρόσωπο εγώ ο τάδε …«αποφασίζω να καταβληθεί το τάδε ποσό τον…. », αλλά περιέχει την άριστη νομικά διατύπωση στο τρίτο ενικό: «διατάττεται»/ «αποφασίζεται» ή το δικαστήριο τούτο «διατάττει» /«αποφασίζει».
Συνεπώς διερωτόμαστε γιατί τινές δικαστές λένε από καθ’ έδρας το άκρως άκομψο και καθ’ ημάς αυτομειωτικό «αποφασίζω»;
Θα βοηθηθούμε πάρα πολύ και θα «ανοίξουν τα μάτια μας» αναλογιζόμενοι την απολύτου ταπεινότητας και απολύτου αλήθειας φράση του πανεπιστήμονα της παγκόσμιας ανθρώπινης σκέψης:
«Ου γαρ ο δικαστής, ουδ΄ο βουλευτής, ουδ΄ο εκκλησιαστής,
αλλά
το δικαστήριο, η βουλή και ο δήμος»
Αριστοτέλης
γ) Η από καθέδρας εκφορά λόγου τινών δικαστών.(και συνδεόμενα θέματα)
«ενώπιον μου» ομιλώντας βεβαίως για τον εαυτό τους.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κατά την γνώμη μας λάθος από το «ενώπιον μου» όταν προέρχεται από το ίδιο το άτομο που αφορά.
Και αυτό διότι απλά την λέξη αυτή πρέπει να την εκφέρει εξ αβρότητας και σεβασμού ο τρίτος ο οποίος απευθύνεται στον δικαστή και σε καμία περίπτωση μπορεί να αποτελέσει αυτοαπεύθυνση ή αυτοχαρακτηρισμό κατάστασης.
Είναι όπως ακριβώς κάποιος που αυτοσυστήνεται: είμαι ο «κύριος» …τάδε. Στο χωριό μου κάποια αυτοσυστήνετο: «είμαι η κυρία Μαρούλλα» και ελάμβανε από τους «αμόρφωτους» πλην πανέξυπνους χωριανούς μας πλείστα …χαμηλόφωνα σχόλια.
Μέγα συνδεόμενο θέμα:
Επειδή το «ενώπιον» θα το πούν οι τρίτοι για το δικαστήριο στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ένα – συνδεόμενο – απίστευτο λεκτικό λάθος στηριζόμενο σε ανόητη αιτιολογία δημοτικής εξαπλούστευσης. Τινές εκ των δικηγόρων λένε προφορικά ή αναγράφουν στα κλητήρια αγωγών αντί «ενώπιον του δικαστηρίου» το τραγικό «μπροστά στο δικαστήριο». Αν ο γράφων ήταν δικαστής θα απέρριπτε αυτεπαγγέλτως αυτές τις υποθέσεις λόγω υποβάθμισης του ευπρεπούς γλωσσικού επιπέδου της νομικής γλώσσας και προσβολής της κοσμιότητας και αξιοπρέπειας του εν γένει λόγου της δικαιοσύνης.
Όπως επίσης απόλυτα λανθασμένη όμως ολιγότερον τραγική και η φράση «στο επαρχιακό δικαστήριο» αντί «εν τω επαρχιακώ δικαστηρίω» (ιδού και πάλι η δημοτική εξαπλούστευση). Πρόκειται περί εκφράσεων που πλήττουν το κύρος των δικαστηρίων και της γλώσσας τους, αφού κάποια πράγματα ειδικά στα δικαστηριακά θέματα πρέπει να έχουν υψηλό επίπεδο και υψηλή ακρίβεια αξιοπρεπούς λόγου. Συνάμα η γλωσσική επάρκεια μέσα από το στοιχειώδες επίπεδο λόγου της πανελληνίας γλώσσας θεωρούμε ότι δεν μπορεί να είναι κατώτερο της απλής (έστω απλής) καθαρευούσης. H έξωθεν επιβληθείσα δημοτική δεν έχει θέση ειδικά στην νομική. Η νομική απαιτεί δυνατή και επ-ακριβή γλώσσα διαφορετικά καταπίπτει του ελάχιστου επιπέδου του «εφ΄ώετάχθη». Οι «εξαπλουστεύσεις» της γλώσσας μας όχι μόνο στην νομική αλλά και σε όλα τα άλλα επίπεδα είναι μεταπολιτευτικά ισοπεδωτικά κατασκευάσματα τινών νεοελλήνων πολιτικών και πολιτειακών σε συνεργασία με τινές εθνικά και επιστημονικά ανεπαρκείς «ειδικούς» και «γλωσσολόγους».
Με την λογική όμως των εξ εξαπλουστεύσεως δημοτικιστών (ήτοι π.χ. «στο επαρχιακό» – δημοτική αντί εν τω επαρχιακώ) υποβάλλουμε στους ανωτέρω πολιτειακούς και ειδικούς το απλό ερώτημα: με βάση την λογική της ομαλής συνακολουθίας και την κατ΄επέκταση λογική της λεκτικής ομοιομορφίας που θα πρέπει να διακρίνει το σύνολο του λόγου μας, πώς θα πούν άραγε στην δημοτική την φράση «κλίμακα αγωγής»;
Μήπως θα την πούν στην δημοτική: «η σκάλα της αγωγής»;
Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει. Άρα αν πούν εντός της δημοτικής την λέξη «κλίμακα» αυτό θα είναι άτοπο και ασύμβατο με την ομοιόμορφη πορεία της δημοτικής αφού θα δανείζεται λέξεις της καθαρεύουσας. Επομένως ή θα μιλάμε σωστά ολικά στην μια γλώσσα ή στην άλλη: δημοτική ή καθαρεύουσα- καθαρεύουσα ή δημοτική, πολύ απλό! Η(διαζευκτικό) θα έχουμε γλωσσική σταθερότητα, συνάφεια, συνέχεια και εσωτερική αυτάρκεια ή θα επαμφοτερίζουμε μιλώντας μπερδεμένα, αναζητώντας, διαλέγοντας και επιλέγοντας από δω και από εκεί όπως και όταν μας συμφέρει, όμως αυτό δεν είναι εκφορά σωστού λόγου αλλά εκφορά κοροϊδίας.
Η μήπως θα καταντήσουμε δηλαδή να λέμε στην δημοτική το κτίριο με «χ» δηλαδή ως χ-τίριο, και με «χ» το κτήμα δηλαδή ως χ-τήμα, και το ευτυχώς ως εφ-τυχώς(με φ) αγνοώντας(είναι απίστευτο) το γεγονός ότι η λέξη αυτή είναι σύνθετη από το «ευ» και «τύχη»; Και τα στρατιωτικά παραγγέλματα «πύρ» θα τα πούν φωτιά και το «παύσασθαιπύρ» σταματήστε την φωτιά; (σιγά μην σπεύσει στο πεδίο βολής και η πυροσβεστική) και το «παρα-πόδα» στο πόδι ή κοντά στο πόδι; Μα είναι αστείοι! Toβραδύκαυστο θα το πού μήπως – αυτό που καίγεται αργά;
Πώς θα πούν για παράδειγμα την φράση νομικής επιφύλαξης «άνευ βλάβης» χωρίς βλάβη, αλλά και το «διά χειρός» θα το πούν με το χέρι;
Πώς θα πούν και κυρίως πώς θα γράψουν το «ελήφθη» π.χ. για παραλαβή δημοσίων εγγράφων; Θα γράψουν πάνω στο παραληφθέν έγγραφο «επάρτην» ή «επιάστην», «το πήραμε» ή «επιάσαμεν το»; Αν έχουν την δύναμη ας το γράψουν έτσι.
Πώς θα πουν το «εκ πρώτης όψεως»; Από (την) πρώτη ματιά;
Και μήπως τον «αιτητή» θα τον πούν «αυτός που ζητά» και τον καθ΄ού θα τον πούν «κατά αυτού που ζητούν»;
Και τον «εφεσείοντα» θα τον πούν «αυτός που κάνει την έφεση» και τον εφεσίβλητο «αυτός που του έκαναν/κάνουν έφεση»;
Δηλαδή με την δημοτική μας λένε να βγάλουμε μέσα από την σκέψη μας την συντομία και το μεγαλείο της Λακωνικότητας, την δραστικότητα και τελειότητα στόχευσης και την ακρίβεια λόγου της Ελληνικής, θέτοντας εκτός χρήσης την τεράστια δύναμη ενέργειας και πνευματικού πλούτου της μονολεκτικής έκφρασης και να καταντήσουμε να προσπαθούμε να εκφραστούμε με την φτώχεια του περιφραστικού λόγου; Λάθος όχημα.
Οι σκέψεις συνεχίζονται ασταμάτητα, διότι ασταμάτητα είναι τα θέματα:
Πώς θα πούν π.χ. στην δημοτική την λέξη «εκκαλών» και «εκκαλούμενος»;
Πώς θα την φράση κατ’ έγκλιση διωκόμενο αδίκημα;
Πώς θα πούν την αυτεπάγγελτη δίωξη;
Πώς θα πούν την αποσβεστική προθεσμία;
Πώς θα πούν την φράση «των μαρτύρων παρισταμένων ταυτοχρόνως» που αφορά μάρτυρες διαθήκης, μήπως θα πούν «οι μάρτυρες βρίσκονται ή είναι παρόντες τώρα ή την ίδια ώρα μαζί και οι δύο;»
«Πώς θα πούν την φράση θα ληφθούν δικαστικά μέτρα: Θα «παρτούν» μήπως δικαστικά μέτρα; (αν και κάποιοι στον αόριστο λένε το μή Ελληνικό «πάρτηκαν» και στον μέλλοντα θα «παρτούν»). Ανάξιο καν σχολιασμού θέμα.
Και πώς θα πούν τις γραπτές προτάσεις; Γραφτά λόγια;
Πώς θα πούν την φράση «να τεθεί υπό κράτηση»; Να μπεί κάτω από κράτηση;
Η ακόμη και στην εν γένει εκφορά του Ελληνικού λόγου πως θα λεχθεί π.χ. η έκφραση καταστάσεως «εν πλω» μήπως θα πούν «καθώς πλέουμε» σιγά μην πούμε «καθώς κολυμπούμε».
Και το μονολεκτικό «καθομιλουμένη»(δημιουργηθείσα ως σύνθετη λέξη από την πρόθεση κατά + ομιλουμένη και επειδή η επόμενη μετά την πρόθεση λέξη ήτοι η λέξη «ομιλουμένη» είναι δασυνόμενη άρα το «τ» της πρόθεσης κα(τ)ά γίνεται «θ») μήπως θα το πούν περιφραστικά… ξέρετε αυτή που μιλιέται – ούτε καν που ομιλείται. Οποία τραχύτης και σκληρότητα λόγου!
Αυτά είναι πράγματα τα οποία καταβιβάζουν προσβλητικά κατά την άποψη μας το υψηλό επίπεδο της λεκτικής εμφάνισης που πρέπει να φέρει ο λαμπρός χιτώνας της δικαιοσύνηςμέσα από το θάμβος του λεκτικού της κύρους … Συνεπώς η δημοτική γλώσσα ως εκ της φύσεως, της χαμηλής της δύναμης, της ανακρίβειας της και της αδυναμίας της να εκφραστεί καλώς, σαφώς και επαρκώς ειδικά στον μονολεκτικό λόγο (χρησιμοποιώντας ατυχώς φλύαρο αφιλτράριστο περιφραστικό λόγο) δεν έχει καμία ελπίδα να παραμείνει ζώσα στην γλώσσα της νομικής και των δικαστηρίων. Μα αν κάποια πράγματα γράφονται στην δημοτική τότε πρέπει όλα να γράφοντα στην δημοτική τηρούμενα όλα με συνέπεια, συνέχεια και ομοιομορφία. Επομένως αν έχουν την δύναμηθα πρέπει όλα να γράφονται(όμως είναι επιστημονικά άτοπο και πρακτικά ακατόρθωτο) στην δημοτική, διαφορετικά ας μην γίνονται ακροβατισμοί και πειραματισμοί με λεκτικές ανοησίες εις βάρος της γλώσσας και της δικαιοσύνης.
Είναι απλό: Η (διαζευκτικό) έχεις μια γλώσσα σταθερή, καθαρή, αυτάρκη, ομοιόμορφη και ομοιογενή τόσο στα συστατικά της όσο και στην προς τα έξω απόδοση της και μέσα από αυτήν έχεις και λαμβάνεις πραγματικά την δύναμη να μιλάς και να εκφράζεσαι σωστά με σταθερότητα, επάρκεια, συνέχεια και συνέπεια,
μή χρησιμοποιώντας ότι σου συμφέρει και ότι έχεις ανάγκη σε κάθε γλωσσικό βήμα κάνοντας κακή χρήση με μπαλλώματα, δάνεια και κομματιάσματα, μάταιη εξυπηρέτηση ενός ψυχικά οπισθοδρομημένου, αδύναμου και παρακμασμένου (ψευδο) νεωτερισμού,
ή δεν έχεις γλώσσα, πολύ απλό.
Άρα θα πρέπει να απορριφθεί η συγκεκριμένη και να υιοθετηθεί επισήμως και με τον νόμο μια σωστή και σταθερή γλώσσα. Η δημοτική πάσχει εγγενώς εκ μή επαρκείας ισχύος και εκ μη αυτοδυναμίας και άρα δεν μπορεί παρεπομένως να παράσχει στον γραπτό και προφορικό λόγο την επάρκεια, πνευματική επιβλητικότητα και ακρίβεια και αυτοί που αρνούνται την καθαρεύουσα διότι λέει «εν δύσκολη» ας ακολουθήσουν πρώτα τις οδηγίες του Πλάτωνα, δηλαδή ας λάβουν πρώτα γνώση δηλαδή να μελετήσουν έστω και λίγο την καθαρεύουσα και μετά να εκφράζουν γνώμη: ας την μελετήσουν και είμαστε βέβαιοι ότι όταν αντιληφθούν την αξία και το μεγαλείο της θα γίνουν θερμότεροι υποστηρικτές από εμάς.
Η καθαρεύουσα μπορεί και «δουλεύει» επαρκέστατα από μόνη της, δεν υπάρχει κάτι που δεν το έχει, ενώ η δημοτική δεν μπορεί να λειτουργεί από μόνης της έχουσα σε κάθε της βήμα ανάγκη τα δεκανίκια της δύναμης και της αλήθειας της καθαρεύουσας.
Το 1975 το σύστημα των δυνάμεων του κακού θέτοντας σε παρανομία και περιφρόνηση την καθαρεύουσα, έδωσε το ψεύτικο επιχείρημα ότι η δημοτική είναι λέει η γλώσσα του λαού.
Είναι αστείοι!
Και η καθαρεύουσα τί είναι, γλώσσα μόνο των λογίων; Δεν είναι η γλώσσα του λαού; Από πού προήλθε η καθαρεύουσα; Δεν προήλθε από τον προγενή λαό μας; Και στην αιώνων πορεία του βίου της γλώσσας μας οι λόγιοι δεν ήταν οι πατέρες και οι ακούραστοι «μεροκαματιάρηδες», καλλιεργητές της γλώσσας μας;Επομένως δεν είναι ξεκάθαρο ότι χρωστούμε στους αναγεννησιακούς και νεώτερους λογίους την γλώσσα μας, άρα την ύπαρξη μας;
Δεν «δούλευαν» ασταμάτητα την καθαρεύουσα οι ανώτεροι άνθρωποι του πνεύματος, οι Έλληνες Βυζαντινοί αναγεννησιακοί μεσαιωνικοί – μεταμεσαιωνικοί Βυζαντινοί λόγιοι και φιλόσοφοι οι οποίοι ταγμένοι στην υπηρεσία της ανθρωπότητας αναγέννησαν την Ευρώπη και κυριολεκτικά έκτισαν τον σημερινό παγκόσμιο πνευματικό και τεχνολογικό πολιτισμό;
Δεν δούλευαν την καθαρεύουσα οι νεώτεροι υπεργίγαντες του Ελληνικού πνεύματος και συνάμα πατέρες της γλώσσας μας Γαζήδες, Καβάφηδες και Καρυωτάκηδες;
Η μήπως το σύστημα μας καλεί να τελούμε ασπόνδυλα υποταγμένοι, βλακωδώς να πιστεύουμε και αφιλτράριστα να αναπνέουμε αυτά που μας λένε για την «καλή» δημοτική και την «κακή» καθαρεύουσα. Ποιοί μας το λένε; Μας το λέει το ίδιο εκείνο σύστημα που μας έφερε Ελλάδα και Κύπρο στα μνημόνια του εξευτελισμού του Έθνους και οι ίδιοι συν – αυτώ «συστημικοί» λες και είμαστε αφελείς και δεν γνωρίζουμε ότι «την ιστορία(ακόμη και την γλωσσική) την γράφει ο νικητής»;
Μα δεν έδωσαν διαδοχικά όλες οι νεώτερες μέχρι και το 75 καθαρεουσιάνικες ανά την διαχρονία γενεές, άπειρα διαμάντια λογοτεχνίας, ασύλληπτου πνευματικού και πολιτισμικού ύψους άριστα έργα και απίστευτο πνευματικό πλούτο, όλα υψηλής αξίας ως δωρεά ψυχής στο έθνος και όλα, εκ μητρός γεννημένα κατά την ροή της τότε επικρατούσας καθαρεύουσας;
Όλα αυτά δεν ήταν έργα του λαού; Ήταν των εξωγήινων;
Να ρωτήσουμε αυτό: Και μόνο η λέξη «καθαρεύουσα» δεν παραπέμπει εννοιολογικά και ετυμολογικά στην καθαρότητα λόγου; Η καθαρότητα λόγου δεν είναι το ζητούμενο και το απαστράπτον τεκμήριο της υψηλής αξίας της γλώσσας;
Οι παλιοί «καθαρευουσιάνοι» έλεγαν κάτι πολύ απλό: «η γλώσσα πρέπει να είναι απαλλαγμένη από αδόκιμες, λαϊκές(με την έννοια του χαμηλού επιπέδου/πεζοδρομίου)και ξενόφερτες εκφράσεις».
Επόμενες ερωτήσεις:
Μπορεί μήπως κάποιος ανώτερος της δικής μας ταπεινότητας να περιγράψει μέσα από τα λόγια, με ακρίβεια, με γλαφυρότητα, και παραστατικότητα π.χ. έναν πίνακα υψηλής αξίας ή ένα άλλο ανώτερο πέραν της τρέχουσας συμβατικότητας έργο τέχνης,στην δημοτική γλώσσα;
Μπορεί μήπως κάποιος καλός γνώστης της Ελληνικής να περιγράψει (και πάλι βάζοντας τις κατάλληλες λέξεις στην σειρά) ανώτερες καταστάσεις εννοιοκρατικού ή πνευματικού ή διαλογιστικού χαρακτήρα, ή και καταστάσεις χαρακτήρα υψηλής νόησης και υψηλής φιλοσοφικής διανόησης στην δημοτική γλώσσα;
Μπορεί μήπως κάποιος να αναπαράξει ή να αναλύσει το περιεχόμενο και το βάθος συγκεκριμένου επιστημονικού θέματος ή θεματικού αντικειμένου με κατάλληλους προς τούτο επιστημονικούς όρους στην δημοτική γλώσσα;
Εμείς πάντως δεν μπορούμε!
Επομένως αν μπορεί κάποιος να το κάνει αυτό και να το παρουσιάσει και υποστηρίξει με πειστικότητα, σε επίπεδο επίσημης επιστημονικής ισχύος, τότε ναι έχουμε λάθος και αναγνωρίζοντας το εντασσόμαστε στην φιλοσοφική σκέψη της δημοτικής. Αν όχι τότε η σχολή της καθαρευούσης είναι η ορθή και ας έλθουν (καλοδεχούμενοι) οι άλλοι σε εμάς.
Εντοπίσεις:
Περίεργο και απόλυτα ύποπτο το ότι
– δεν ρώτησε κανείς εκ του συστήματος, τον λαό για την καθαρεύουσα και την τεράστια πνευματική της υπόσταση (ανάπτυξη)
– ο λαός ποτέ δεν εξέφρασε δημοσίως αντίθεση προς αυτήν αλλά αντίθετα την χρησιμοποιεί αναγκαστικά και ασταμάτητα για να αντλεί γλωσσική βοήθεια
άρα ακούουμε μόνο ότι έχει να μας πεί μονόπλευρα η δικτατόρευση του συστήματος για την προαγωγή της γλωσσικής δήθεν «εξαπλούστευσης», όμως να θυμίσουμε ότι η παν-ύποτη αυτή λέξη (εξαπλούστευση) αποτέλεσε προσέγγιση η οποία ήταν πολύ προσφιλής στον Λένιν και στον Στάλιν για επίτευξη δικών τους στόχων.
Καταληκτικά :
συνυπολογίζοντας και συνεκτιμώντας τα πιο πάνω εμείς οι αμήχανοι δικηγόροι με καχυποψία θεωρούμε την δημοτική ως εφαλτήριο επιθετικών ενεργειών κατά της γλώσσας μας.
Επομένως οι απλοί και τίμιοι άνθρωποι οι οποίοι συγκροτούν τον λαό, με πίστη ταγμένοι ως απλοί στρατιώτες στην πρώτη γραμμή των υποστηρικτών της αλήθειας είναι οι κριτές, αλλά συνάμα χωρίς αυτό να αποτελεί δικονομική παραβίαση ή αντίφαση, είναι συνάμα και μάρτυρες υποστήριξης του θέματος που αναλύουμε διότι στηρίζεται στην δύναμη της αλήθειας.
Και επειδή όλα συνδέονται ας δούμε και αυτήν την ιστορική παράμετρο:
Το εξής σημαντικότατο: Η κρατική εξουσία στην Ελλάδα το 1975 μέσω κάποιων μή εξουσιοδοτημένων προς τούτο μεταπολιτευτικών, τινών εξ αυτών ηθικά και εθνικά πεπτωκότων και χωρίς να ρωτήσει κανέναν ως όφειλε για ύψιστης εθνικής σημασίας θέμα (όμως για την βασιλευόμενη ή μή κοινοβουλευτική δημοκρατία επειδή τους σύνεφερε για να είναι καλυμμένοι, διεξήγαγαν το 1975 έστω και αμφισβητούμενο δημοψήφισμα) παράνομα εξοβέλισε με το έτσι θέλω την απλή καθαρεύουσα και καθιέρωσε λέει επίσης παράνομα την δημοτική. Και κατ’ επέκταση «διατάζοντας» και επιβάλλοντας αυτό και στην Κύπρο. Ιδού όμως ανωτέρω τα θλιβερά, μίζερα και φτωχά αποτελέσματα της αντιγλωσσικής και αντεθνικής αυτής πράξης.
Κατάληξη: η γλώσσα της νομικής είναι η απλή (τουλάχιστον) καθαρεύουσα. Διαφορετικά δεν είναι νομική γλώσσα. Τέλος.
Θα ακολουθήσει ΜΕΡΟΣ 4.