Σύντομο σχόλιο στην Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ποινική Αίτηση με αρ. 28/2019, (Μονομερής Αίτηση υποβληθείσα από το Δήμο Λάρνακας) ημερ. 20.11.2019
Πριν από μερικές εβδομάδες παρουσιάστηκε με σχετική δημοσίευση στη Δικαιοσύνη η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου- υπό μονομελή σύνθεση- στηνΠοιν. Αίτηση αρ. 23/2019 ημερ. 30.9.2019 (Μονομερής Αίτηση υποβληθείσα από τον Δήμο Αγλατζίας), ενώ παράλληλα σχολιάστηκε η προσέγγιση του Δικαστηρίου στο ζήτημα της παραγραφής στις ποινικές υποθέσεις.
Το ίδιο ζήτημα απασχόλησε πολύ πρόσφατα εκ νέου το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ποινική Αίτηση με αρ. 28/2019, ημερ. 20.11.2019 (Μονομερής Αίτηση υποβληθείσα από το Δήμο Λάρνακας),υπό διαφορετική αυτή τη φορά σύνθεση. Εν προκειμένω, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας – υπό την ποινική του δικαιοδοσία – απέρριψε την έγερση 98 συνολικά ποινικών υποθέσεων από τον Δήμο Λάρνακας κρίνοντας ότι στη βάση της νέας ρύθμισης του άρθρου 88 του Κεφ. 155, τα αδικήματα στα οποία τα κατηγορητήρια αφορούσαν, είχαν παραγραφεί.
Το Ανώτατο Δικαστήριο καταγράφοντας ρητά τη διαφωνία του με την προηγηθείσα απόφαση στην Ποιν. Αίτηση 23/2019 σημείωσε ότι η ύπαρξη σαφούς νομοθετικής πρόνοιας περί παραγραφής εμπόδιζε την όποια συζήτηση περί αναδρομικής (ή μη αναδρομικής) εφαρμογής). Υιοθετώντας μια τελολογική προσέγγιση, το Δικαστήριο προχώρησε σε μία ανάλυση της σκοπιμότητας της διάταξης, καταγράφοντας στην απόφαση του τα ακόλουθα:
“Η σημασία της συγκεκριμένης πρόνοιας είναι έκδηλη. Επιτρέπει την καταχώριση μιας ποινικής υπόθεσης σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη του, έτσι ώστε να δίδεται η δυνατότητα στον εκάστοτε «κατηγορούμενο» να μπορεί εγκαίρως να αντιλαμβάνεται και να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ήσσονος σημασίας αδικήματα, όπως μικρές τροχαίες παραβάσεις, όπως στάθμευση ή παρακώλυση κυκλοφορίας ή παράλειψη συμμορφώσεως προς σήμα τροχαίας, αν καταχωρηθούν σε μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων, δημιουργούν προβλήματα τόσο στην Κατηγορούσα Αρχή, αλλά και στους κατηγορουμένους, λόγω της μεγάλης χρονικής διάρκειας που διαρρέει μεταξύ του αδικήματος και της εκδίκασης μιας συνοπτικής δίκης.
Η πρωτόδικος Δικαστής στηρίχθηκε αποκλειστικά στην υφιστάμενη παραγραφή για να αποκλείσει τη δυνατότητα καταχώρισης κατηγορητηρίων. Η ενέργεια αυτή είναι απολύτως σωστή».
Πρόκειται για μία ορθότερη θεώρηση του ζητήματος, αφού το Δικαστήριο απορρίπτοντας επιχειρήματα που είχαν προταθεί από την πλευρά του Δήμου Λάρνακας και κινούνταν γύρω από τον άξονα της προσβολής του δικαιώματος του σε δικαστική προστασία και κατ’ επέκταση την εις βάρος του πρόκληση αδικίας και συνεπαγόμενη οικονομική ζημία, έκρινε ότι η εισαγωγή προθεσμίας παραγραφής είχε ως στόχο την προστασία των δικαιωμάτων των εν δυνάμει κατηγορουμένων εφόσον η υπέρμετρη καθυστέρηση στην έγερση ποινικών υποθέσεων τέτοιας φύσης (αλλά και γενικότερα) έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του δικαιώματος υπεράσπισης των κατηγορουμένων.
Σημειώνω τέλος την επιδοκιμαστική παρατήρηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς το στάδιο που επέλεξε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα της παραγραφής, δηλαδή πριν την έναρξη της ποινικής δίκης και κατά προτεραιότητα. Σε συνάφεια με τις παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επισημαίνεται εδώ ότι η παραγραφή επί της ουσίας αίρει το αξιόποινο της πράξης και η μετάθεση της εξέτασης του ζητήματος σε μεταγενέστερο στάδιο δε θα εξυπηρετούσε κανένα σκοπό.