Η Ελλάς, η Κυπριακή Δημοκρατία, η Ιταλία και η Μάλτα αποτελούν τα Κράτη εκείνα που την τελευταία 10ετία έχουν υποδεχθεί (δεδομένης φυσικά και της γεωγραφικής τους θέσης) τις περισσότερες προσφυγικές ροές. Η περίφημη «Αραβική Άνοιξη», μπορεί να ξεκίνησε με προσδοκίες[1], κατέληξε ωστόσο σε σειρά εμφύλιων συγκρούσεων με νομοτελειακό αποτέλεσμα τόσο την καταστροφή βασικών πλουτοπαραγωγικών πηγών αλλά και κάθε είδους κοινωνικών δομών των πληττομένων χωρών όσο φυσικά και τον βίαιο εκτοπισμό των κατοίκων που αφικνούνται ικέτες στις πύλες της ΕΕ.
Το προσφυγικό έχει ορθά υποστηριχθεί ότι εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους για την ίδια τη συνοχή της ΕΕ και δεδομένης της πολυπλοκότητάς του δεν θα ήταν εφικτό να αντιμετωπιστεί ολιστικά σε μία μεμονωμένη μελέτη. Η συνοχή του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος απειλείται προεχόντως διότι δυνάμει του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου (Κανονισμός αριθ 604/2013, o οποίος είθισται να αναφέρεται και ως Κανονισμός Δουβλίνο 3) οι χώρες υποδοχής των προσφυγικών ροών είναι κατά κανόνα[2] αρμόδιες να εξετάσουν τις υποβληθείσες αιτήσεις ασύλου. Ο κανόνας αυτός που ουσιαστικά «μετατοπίζει» το βάρος του προσφυγικού αποκλειστικά και μόνον στις χώρες υποδοχής θεσπίστηκε σε μία εποχή (1997 και 2003) διπλωματικής και πολιτικής νηνεμίας. Στις μέρες μας όμως αποδεικνύεται εξαιρετικά ανεπίκαιρος και αναποτελεσματικός. Σε επίπεδο ΕΕ ελάχιστες πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί για την «αποφόρτιση» των Κρατών μελών εισόδου[3] με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αντιδράσεις όχι για τον άδικο και αναποτελεσματικό περιεχόμενο των Ενωσιακών κανόνων αλλά για τα όρια αντοχής των Κρατικών δομών και των δυνατοτήτων ενσωμάτωσης των τοπικών Κοινωνιών (βλ. σχ. πρόσφατες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στη Κοκκινοτριμιθιά).
Τον Σεπτέμβριο του 2015, στο απόγειο των προσφυγικών ροών στο Αιγαίο, η ΕΕ. στα πλαίσια της απαιτούμενης αλληλεγγύης αποφάσισε ότι 160.000 νεοαφιχθέντες θα μετεγκατασταθούν από την Ελλάδα και την Ιταλία σε ολόκληρη την ΕΕ., αφού όμως πρώτα αποδοθεί σε αυτούς το καθεστώς του πρόσφυγα. Όπως αποδείχθηκε όμως, το πρόγραμμα κινείται με πολύ αργούς ρυθμούς καθιστώντας το επί της ουσίας δυσλειτουργικό δεδομένου ότι μέχρι το τέλος του 2017 είχαν μετεγκατασταθεί μόλις 24.000 πρόσφυγες (σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου). Μάλιστα, σειρά Κρατών μελών όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχία και η Σλοβακία όχι μόνον αρνήθηκαν να λάβουν μέρος αλλά κατέθεσαν και προσφυγή κατά της εφαρμογής του εν λόγω προγράμματος η οποία απορρίφθηκε – καταρχήν για δικονομικούς λόγους – από το ΔΕΕ. (ΔΕΕ, Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Δημοκρατία της Σλοβακίας και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Προσφυγές ακυρώσεως – Απόφαση (ΕE) 2015/1601 – Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-643/15 και C-647/15)
Η σύνθεση του εν λόγω εκρηκτικού μείγματος ολοκληρώνεται με την επίσης προβληματική συμφωνία μέσω ρηματικής διακοίνωσης μεταξύ της ΕΕ. και της Τουρκίας με την οποία επιδιώκεται να μείνει σταθερός ο αριθμός των Σύριων προσφύγων που βρίσκονται στο έδαφος της ΕΕ. Ειδικότερα, η συμφωνία προβλέπει ότι για κάθε Σύριο που επιστρέφεται στην Τουρκία από την Ελλάδα ένας άλλος Σύριος θα επανεγκαθίσταται από την Τουρκία στην ΕΕ. Έως τον Μάρτιο του 2019 είχαν επανεγκατασταθεί μέσω του συστήματος αυτού σχεδόν 21 000 Σύριοι. Η Τουρκία όμως ουδόλως αποτελεί αξιόπιστο εταίρο με αποτέλεσμα να εργαλειοποιεί[4] τη συμφωνία αυτή για να αποκομίσει συγκεκριμένα διπλωματικά οφέλη, αδιαφορώντας για τόσο για τους συμβατικούς όρους όσο ιδίως για την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των αιτούντων διεθνή προστασία.
Μόλις προ ολίγων ημερών και ενόψει της επερχόμενης Γερμανικής προεδρίας (2ο εξάμηνο του ερχόμενου έτους) στην ΕΕ, ο Γερμανός Υπουργός των Εσωτερικών κ. Χορστ Ζεεχόφερ υποστήριξε την αναγκαιότητα υιοθέτησης μίας «νέας φιλοσοφίας» για την αντιμετώπιση των συνεχών μεταναστευτικών / προσφυγικών ροών. Κεντρική ιδέα του εγχειρήματος είναι η αναδόμηση των απαιτούμενων διαδικασιών ασύλου οι οποίες εφεξής αφενός μεν θα εκκινούν στις χώρες όπου βρίσκονται τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ αφετέρου όμως θα ολοκληρώνονται σε άλλα κράτη της ΕΕ. Ειδικότερα, το σχέδιο προβλέπει ότι μελλοντικά στις χώρες αυτές θα γίνεται μόνο η προκαταρκτική εξέταση του δικαιώματος παροχής ασύλου. Δηλαδή, θα εξετάζεται και θα αποφασίζεται στη βάση ενιαίων ευρωπαϊκών κριτηρίων[5] αν κάποιος σε προκαταρκτικό στάδιο δικαιούται την παροχή προστασίας στην ΕΕ ή όχι. Όσοι δεν τη δικαιούνται θα επαναπροωθούνται με τη βοήθεια της Frontex στις χώρες προέλευσης. Αντιστρόφως, αιτούντες άσυλο με την προοπτική να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες θα προωθούνται στη συνέχεια σε εκείνα τα Κράτη μέλη της ΕΕ που θα είναι πρόθυμα να τους δεχτούν. Εκεί, σε ένα δεύτερο στάδιο της διαδικασίας, θα αποφασίζεται οριστικά από τα Κράτη εγκατάστασης πλέον το αίτημα ασύλου. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι η συγκεκριμένη πρόταση αποτελεί μία τεχνική παραλλαγή – αποσκοπεί στην αναβίωση – της συμφωνίας των 28 του Σεπτεμβρίου 2015 για τη μετεγκατάσταση προσφύγων η οποία κατά παραδοχή των ίδιων των Ενωσιακών θεσμών, αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος ατελέσφορη.
Σε κάθε περίπτωση αγγίζει ευθέως ευαίσθητα ζητήματα Κρατικής κυριαρχίας καθιστώντας εξαιρετικά αμφίβολή την υιοθέτησή της. Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ορίζεται ότι: «Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των Κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του». Καθίσταται λοιπόν απολύτως σαφές ότι μολονότι υφίστανται ενιαία κριτήρια για την αναγνώριση (η μή) του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια και ειδικότερη εκτίμηση των Εθνικών Αρχών η αξιολόγηση και ευδοκίμηση της εκάστοτε αίτησης. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό δεδομένου ότι ο πρόσφυγας απαιτείται δυνάμει της Ε.Σ.Δ.Α. να απολαμβάνει στο Κράτος υποδοχής δικαιώματα εκπαιδευτικής, κοινωνικής, θρησκευτικής και ιατροφαρμακευτικής υφής
Τα Κράτη προορισμού (δηλ. τα Κράτη που θα υποδεχθούν τους αιτούντες μετά την επιτυχή προκαταρκτική εξέταση της αίτησής τους) είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα αποδεχθούν τη στελέχωση των προκαταρκτικών επιτροπών αξιολόγησης του προσφυγικού προφίλ, αποκλειστικά και μόνον από εκπροσώπους των Κρατών υποδοχής. Πρόκειται για ζήτημα που άπτεται άμεσα της Εθνικής κυριαρχίας και ασφάλειας των Κρατών προορισμού (τομείς όπου η Ένωση δρα μόνον επικουρικά) λαμβανομένου υπόψη ότι η θετική γνώμη σε προκαταρκτικό στάδιο υποχρεώνει το Κράτος προορισμού να υποδεχθεί των «υποψήφιο πρόσφυγα» και να εγκατασταθεί στο έδαφός του (τουλάχιστον για ένα minimum χρονικό διάστημα). Εξ αντιδιαστολής, τα Κράτη υποδοχής δεν δύνανται να συναινέσουν στην εκχώρηση Κρατικής κυριαρχίας και μάλιστα εντός του εδάφους τους. Άλλως ειπείν, στις προκαταρκτικές Επιτροπές να συμμετέχουν εκπρόσωποι άλλων Κρατών μελών καθορίζοντας εκείνοι τη μετεγκατάσταση των προσφύγων καθιστώντας έτσι τις οικείες Εθνικές Αρχές απλούς παρατηρητές των γεγονότων[6].
Εκ των ως άνω γίνεται φανερό ότι η προσφυγική κρίση, συν τω χρόνω, τείνει να αναβιώσει τα σκληρότερα ένστικτα όχι μόνον της πολιτικής ηγεσίας αλλά και των ίδιων Ευρωπαίων πολιτών. Ένστικτα που οι αείμνηστοι θεμελιωτές της ΕΕ ήθελαν να θάψουν οριστικά στη σκόνη των 2 Παγκοσμίων συρράξεων. Για το λόγο αυτό, η αντιμετώπιση του προσφυγικού φαινομένου συνδέεται με την ίδια τη συνέχεια της ΕΕ καθιστώντας την Ενωσιακή αλληλεγγύη condicio sine qua non.
[1] The Guardian, 15.01.2016: «Why was the apparent success of the Tunisian revolution followed by so many disasters? Can it really be true that a largely peaceful development, which inspired millions around the world, contributed to the situation faced today: internationalised civil wars in both Syria and Yemen, the rise of Islamic State, authoritarian rule in Egypt, the collapse of central government in Libya, and migrants risking all to flee these horrors?».
[2] Εφόσον ο αιτητής αποδείξει διακινδύνευση θεμελιώδους δικαιώματος (π.χ. απειλή ζωής, απάνθρωπη μεταχείριση, κτλ) τότε είναι εφικτό το Κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται να εφαρμόσει την επονομαζόμενη και ως «ρήτρα κυριαρχίας», δηλαδή να εξετάσει το ίδιο την αίτηση ασύλου και να παράσχει – εφόσον εγκριθεί – άσυλο στον προσφεύγοντα. Ενδεικτικά αναφέρεται εξαιρετικά πρόσφατη περίπτωση Ολλανδικού Δικαστηρίου: «On 23 October 2019, the Council of State in Netherlands published its ruling concerning the return of applicants of international protection to Greece. The applicant, a Syrian national, submitted an application for international protection in the Netherlands after arriving from Greece. The Secretary of State rejected this application on the grounds that Greece was responsible for processing the application under the Dublin III Regulation. The applicant submitted that he should not be transferred to Greece due to the serious deficiencies in reception and asylum procedures. Referencing information from various sources, including the 2019 AIDA report, the Council highlighted limited access to legal aid by international protection applicants in appeals procedures and its impact on access to effective remedies. While a lack of access to legal aid does not ordinarily amount to a violation of Article 3 ECHR or Article 4 EU Charter, the circumstances in this particular case were such that meant ill treatment was foreseeable». Περισσότερες πληροφορίες στη σελίδα του ΕDAL.
[3] Πιο συγκεκριμένα, μόνον η Γερμανία και η Τσεχία (Αύγουστος και Σεπτέμβριος του έτους 2015 αντίστοιχα) αποφάσισαν να ενεργοποιήσουν οικειοθελώς τη «ρήτρα κυριαρχίας» για την επεξεργασία αιτήσεων ασύλου από τη Συρία για τις οποίες δεν ήταν εξ ορισμούς υπεύθυνες βάσει των κριτηρίων του κανονισμού.
[4] CNN Greece, 13.11.2019: «Δεν επιτρέπεται να αφήνουμε να μας εκβιάζει η Τουρκία», τόνισε ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών Αλεξάντερ Σάλενμπεργκ στην αυστριακή Βουλή, αναφερόμενος στις απειλές της Άγκυρας, πως εάν υπάρξουν κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα στείλει στην Ευρώπη ακόμη περισσότερους οπαδούς του αυτό αποκαλούμενου «Ισλαμικού Κράτους».
[5] Σημειώνεται ότι για την απονομή του καθεστώτος ασύλου ισχύουν ενιαία κριτήρια, βλ. σχ. – Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους, Οδηγία 2011/95/ΕΕ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας και Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
[6] Περιττό να αναφερθεί φυσικά ότι οι πολιτικές ηγεσίες Κρατών μελών (Αυστρία, Ουγγαρία, Σλοβακία, κ.α.) είναι σταθερά αντίθετες στη πολιτική μετεγκατάστασης προσφύγων ενώ φυσικά κατά το διάστημα εκείνο θα έχει επέλθει και το Brexit (οπότε αναμένεται και η τύχη χιλιάδων προσφύγων που βρίσκονται σε Βρετανικό έδαφος).