Όσο μεγάλη είναι η ανάγκη για μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης, άλλη τόση είναι η ανάγκη για συμμόρφωση της μεταρρύθμισης με το Σύνταγμα και το Δίκαιο της Ανάγκης.
Το Σύνταγμα του 1960 ίδρυσε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο – Supreme Constitutional Court (SCC) και το Ανώτατο Δικαστήριο – High Court (HC), με καθορισμένη σύνθεση και τρόπο λειτουργίας σύμφωνα με τα -θεμελιώδη- άρθρα 133.1 και 153.1 του Συντάγματος, των οποίων η τροποποίηση απαγορεύεται από το άρθρο 182.1. Η τουρκανταρσία του 1963 και η αποχώρηση των Τούρκων Δικαστών από την σύνθεση των SCC και HC επέφερε και την παράλυση των εν λόγω δικαστηρίων.
Τούτη ακριβώς η αδυναμία λειτουργίας των SCC και HC είναι που «ανάγκασε» την Πολιτεία να θεσπίσει τον Περί της Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964), όπως επιμαρτυρεί άλλωστε και το Προοίμιο του Νόμου: «Δεδομένου ότι πρόσφατα γεγονότα κατέστησαv αδύνατον τηv λειτουργίαν τoυ Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και τoυ Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court) και τηv από άλλων απόψεων απονομήν της δικαιoσύvης͘».
Είναι σημαντικό, όμως, να τονιστεί ότι ο Ν.33/1964 δεν τροποποίησε το Σύνταγμα και ούτε κατήργησε ή αντικατέστησε το SCC και το HC. Συνέστησε -προσωρινά- το Ανώτατο Δικαστήριο (ΑΔ), το οποίο ανέλαβε δυνάμει του άρθρου 9(α) του Νόμου «τηv δικαιoδoσίαv και εξoυσίας δι’ ωv μέχρι τoύδε περιεβέβληvτo ή άτιvας ηδύvαvτo vα εvασκήσωσι [τo SCC και το HC]». Στην γνωστή δε απόφαση Ibrahim (1964) 1 CLR 195,λέχθηκε ότι: “It is to be noted that, by section 9, Articles 146 and 152 have not been either repealed or otherwise interfered with. The competences provided for thereunder remain intact. Provision has been made only for the, exercise of such competences by the Supreme Court (together with other competences vested in the Supreme Constitutional Court) in view of the impossibility to function of the Supreme Constitutional Court and of the High Court of Justice.” Άρα, η Πολιτεία συνέστησε το ΑΔ για να συνεχίσει να υπάρχει και λειτουργεί η Δικαστική Εξουσία που προβλέπεται στο Σύνταγμα.
Συνεπώς, η οποιαδήποτε «αναβίωση» του SCC, όπως επιχειρείται μέσω της σκοπούμενης μεταρρύθμισης, θα συγκρούεται με θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και θα αντιστρατεύεται την αιτιολογία και προοίμιο του Ν.33/1964 που βασίστηκε στο Δίκαιο της Ανάγκης. Εφόσον η πρόθεση της επιδιωκόμενης μεταρρύθμισης είναι να «μεταβιβάσει» τις δικαιοδοσίες και εξουσίες του SCC σε δικαστήριο άλλο από το ΑΔ, η Πολιτεία οφείλει να συστήσει -προσωρινά και πάλι- ένα νέο δικαστήριο που θα τις αναλάβει, και όχι να αναβιώσει το ίδιο το SCC. Όπως λέχθηκε στην απόφαση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 ΑΑΔ 252: «Συμπερασματικά, το δίκαιο της ανάγκης αποβλέπει στην υποστύλωση των συνταγματικών θεσμών και διατάξεων, και όχι την παράκαμψη ή παρέκκλιση από αυτούς».
Η λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (ΑΔΣ) θα πρέπει επίσης να προβληματίσει την σκοπούμενη μεταρρύθμιση. Καταρχάς το άρθρο 157.1 του Συντάγματος ορίζει ότι το ΑΔΣ αποτελείται από το HC, του οποίου οι δικαιοδοσίες και εξουσίες μεταφέρθηκαν στο ΑΔ. Αρχικά, όμως, το άρθρο 10 του Ν.33/1964 καθόριζε διαφορετική σύνθεση του ΑΔΣ από αυτήν του άρθρου 157.1, γεγονός που προκάλεσε και αρκετή σύγχυση (βλ. Kourris v The Supreme Council of Judicature (1972) 3 CLR 390). Το 1987, το άρθρο 10 τροποποιήθηκε -ευτυχώς- κατά τρόπο ώστε να συνάδει με το άρθρο 157.1, ενώ ο Περί της Ενάσκησης της Πειθαρχικής Εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 2000 (3/2000) εκδόθηκε -πολύ ορθά- από το ΑΔ δυνάμει του άρθρου 163.2(στ) του Συντάγματος και άρθρου 17 του Ν.33/1964 (αντί του άρθρου 10(4) αυτού) και ορίζει το ΑΔΣ ως «το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του Άρθρου 157 του Συντάγματος»ξεκαθαρίζοντας οποιεσδήποτε αμφιβολίες υπήρχαν προηγουμένως για την συνταγματικότητα του ΑΔΣ.
Άρα, λοιπόν, το ΑΔΣ δεν μπορεί να είναι άλλο από το HC ή το δικαστήριο που θα αναλάβει τις δικαιοδοσίες και εξουσίες του HC. Δεν μπορεί να είναι κάποιο άλλο διαφορετικό σώμα, αφού κάτι τέτοιο θα αντιβαίνει την θεμελιώδη συνταγματική διάταξη του άρθρου 157.1. Από την στιγμή που το ΑΔ ανέλαβε τις εξουσίες του HC(το οποίο αποτελεί το ΑΔΣ), το ΑΔΣ μπορεί να λειτουργήσει και δεν υπάρχει καμία «ανάγκη» για διαφοροποίηση της σύνθεσης του λόγω των γεγονότων της τουρκανταρσίας. Αυτό που ενδεχομένως θα μπορούσε να γίνει είναι η εκχώρηση ορισμένων αρμοδιοτήτων του ΑΔΣ σε κάποιο όργανο διαφορετικής σύνθεσης, νοουμένου βέβαια ότι τέτοια εκχώρηση θα είναι επιτρεπτή από το Σύνταγμα.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το Σύνταγμα εναποθέτει τα ζητήματα πειθαρχίας και αποχώρησης Δικαστών (α) στο Συμβούλιο του HC όταν αφορά Δικαστή του SCC (άρθρο 133.8), (β) στο Συμβούλιο του SCC όταν αφορά Δικαστή του HC (άρθρο 153.8) και (γ) στο ΑΔΣ όταν αφορά Δικαστές κατώτερων δικαστηρίων (άρθρο 157.2). Από το 1964 όλες αυτές οι εξουσίες συγκεντρώθηκαν και μεταβιβάστηκαν δυνάμει του άρθρου 9(α) και (β) του Ν.33/1964 στο ΑΔ, το οποίο είναι επίσης επιφορτισμένο με εφέσεις από τα Επαρχιακά (Ποινικά και Πολιτικά) και Ειδικά Δικαστήρια, αναθεωρητικές εφέσεις, προνομιακά εντάλματα, υποθέσεις ναυτοδικείου και εκλογοδικείου, όλες τις εκ του Συντάγματος απορρέουσες δικαιοδοσίες του SCCκαι του HC, καθώς και όλες τις πρωτοβάθμιες δικαιοδοσίες που προσδίδει η κείμενη νομοθεσία στο HCδυνάμει του άρθρου 155.2 του Συντάγματος (όπως λ.χ. το άρθρο 43 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου). Γι’ αυτό και η σύσταση δικαστηρίου που θα αποκολληθεί από το ΑΔ και θα αναλάβει τις δικαιοδοσίες και εξουσίες του SCC πρέπει να αποσκοπεί αφενός στην αποφόρτιση του ΑΔ και αφετέρου στην επαναφορά του ανωτέρω αλληλο-ελέγχου μεταξύ των δύο δικαστηρίων.
Με την σκοπούμενη μεταρρύθμιση, όμως, εκτός του ότι «αναβιώνει» το SCC, ιδρύονται το Ανώτατο Τριτοβάθμιο Δικαστήριο (ΑΤΔ) και το Εφετείο, ενώ το ΑΔ εξακολουθεί να υφίσταται, κυρίως σαν σώμα δικαστών που θα απαρτίζουν το ΑΤΔ και το SCC. Τούτο δημιουργεί αχρείαστη σύγχυση και περιπλοκή των διαδικασιών, δικαιοδοσιών και ιεραρχίας των δικαστηρίων.
Θα ήταν πολύ πιο ξεκάθαρο -κατά την ταπεινή άποψη μου- εάν το υφιστάμενο ΑΔ ασκεί την δικαιοδοσία του HC σε τρίτο βαθμό (δηλαδή την δικαιοδοσία που προσδίδει η μεταρρύθμιση στο ΑΤΔ), παρά να ιδρυθεί νέο δικαστήριο ως ΑΤΔ. Με αυτό τον τρόπο, οι βαθμίδες δικαστηρίων της χώρας θα είναι: Επαρχιακό Δικαστήριο (District Court) – Εφετείο (Court of Appeal) – Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court).Επιπρόσθετα, η παράλληλη ίδρυση νέου δικαστηρίου που θα ασκεί τις δικαιοδοσίες και εξουσίες του SCC, πλήρως αποκολλημένου από το ΑΔ, θα επαναφέρει και αποκαταστήσει τον ανεξάρτητο αλληλο-έλεγχο που επιτάσσουν τα άρθρα 133.8 και 153.8 του Συντάγματος.
Εν κατακλείδι, είναι εξαιρετικά σημαντικό και αναγκαίο όπως η σκοπούμενη μεταρρύθμιση υποστυλώσει, και όχι εξανεμίσει, τους συνταγματικούς θεσμούς και διατάξεις λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν το Σύνταγμα και το Δίκαιο της Ανάγκης, το οποίο διέσωσε την κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο. Πρέπει να γίνει και εφαρμοστεί προσεκτικά, νόμιμα και συνταγματικά όπως έγινε επιτυχώς το 1964. Όχι μόνο για εμάς εκ των έσω, αλλά και για «άλλους» εκ των έξω.