Εισαγωγικά θα αναφερθώ στην ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και το πως οδηγηθήκαμε στην απόφαση εφαρμογής του Δικαίου της Ανάγκης.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ανακηρύχτηκε επίσημα ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος την 16η Αυγούστου του 1960. Ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. (1955 – 1959) είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση από το νησί της τότε αποικιακής δύναμης Μεγάλης Βρετανίας, και «χάραξε τον δρόμο» για την εγκαθίδρυση ενός νέου κράτους με την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1959.
Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ένα δοτό σύνταγμα, δηλαδή δεν είναι προϊόν της βούλησης του κυπριακού λαού αλλά καταρτίστηκε από μία ad hoc συνταγματική επιτροπή στην οποία συμμετείχαν η Ελλάδα, η Τουρκία καθώς επίσης και η Ελληνοκυπριακή και Τουρκοκυπριακή Κοινότητα. Το κυπριακό Σύνταγμα χαρακτηρίζεται από τον δικοινοτικό χαρακτήρα του αφού σε αυτό γίνεται ξεκάθαρος διαχωρισμός στις αρμοδιότητες και στα πεδία δράσης των κοινοτικών συνελεύσεων των δύο μεγαλύτερων κοινοτήτων του νησιού.
Ο δικοινοτικός χαρακτήρας του αλλά και η δυσανάλογη κατανομή εξουσίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες (π.χ. οι Τ/Κ παρόλο που αντιπροσώπευαν το 18% του πληθυσμού, είχαν ποσοστό εκπροσώπησης 30% σε δημόσιες υπηρεσίες) φάνηκε εκ των υστέρων ότι δεν ήταν επαρκείς λόγοι για να εμποδίσουν την Τουρκοκυπριακή κοινότητα από το να επιδιώξει ακόμα περισσότερα προνόμια, με την ενορχήστρωση και την καθοδήγηση των πράξεων της να γίνεται από την Τουρκία η οποία μέχρι σήμερα έχει ως στόχο την πλήρη έλεγχο του νησιού. Συνεπώς, οι δικοινοτικές διαταραχές και συγκρούσεις που ξεκίνησαν το 1963 ήταν ένα αναπόφευκτο γεγονός το οποίο επιδίωκε με κάθε τρόπο η Τ/Κ κοινότητα. Οι Τουρκοκύπριοι προσπάθησαν να οδηγήσουν την Κυπριακή Δημοκρατία σε διάλυση κυρίως με την αποχώρηση των Τουρκοκύπριων αξιωματούχων από τις θέσεις τους. Με αυτή την κίνηση, πίστευαν ότι θα οδηγούσαν τους κρατικούς θεσμούς σε αδιέξοδο που ουσιαστικά θα προκαλούσε την παράλυση του κράτους.
Στις 10 Νοεμβρίου του 1964, το τότε Ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας εξέδωσε την πιο σημαντική απόφαση που εκδόθηκε ποτέ, στην Κύπρο, στον τομέα του Συνταγματικού Δικαίου, στην υπόθεση Attorney General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) CLR 195. Οι Ελληνοκύπριοι βουλευτές ακριβώς για να αποτρέψουν την διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας προχώρησαν στην ψήφιση του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 χωρίς την συμμετοχή των Τουρκοκύπριων βουλευτών. Με τον νόμο αυτό ουσιαστικά ενοποιούνταν τα δύο Ανώτατα Δικαστήρια (Ανώτατο Συνταγματικό και Ανώτατο Δικαστήριο) σε ένα ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο ενώ εισήχθησαν και μερικές άλλες διατάξεις που αφορούσαν ευρύτερα το δικαιϊκό σύστημα.
Ο Μουσταφά Ιμπραχίμ ήγειρε ενστάσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο θεωρώντας τον πιο πάνω νόμο αντισυνταγματικό. Το Ανώτατο Δικαστήριο με μια πλήρως εμπεριστατωμένη απόφαση, απέρριψε τις ενστάσεις του Ιμπραχίμ και για πρώτη φορά διατύπωσε τις αρχές του Δικαίου της Ανάγκης. Εν συντομία, το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα όταν δημιουργηθεί μια ιδιαίτερη κατάσταση η οποία παρεμποδίζει την εκπλήρωση βασικής λειτουργίας του κράτους, τότε το αρμόδιο όργανο έχει την υποχρέωση να λάβει τα αναγκαία μέτρα έτσι ώστε να εκπληρωθεί η συγκεκριμένη κρατική λειτουργία. Με τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την περίοδο των δικοινοτικών διαταραχών η Κυπριακή Δημοκρατία περιήλθε σε μια κατάσταση έκτακτης κατάστασης από την οποία έπρεπε να βρεθεί τρόπος διαφυγής. Ο τρόπος διαφυγής ήταν η διαμόρφωση, επίκληση και εν συνεχεία εφαρμογή του Δικαίου της Ανάγκης. Σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Ιμπραχίμ, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Δικαίου της Ανάγκης είναι οι εξής:
– Η ύπαρξη μιας επιτακτικής και αναπόφευκτης ανάγκης
– Η μη ύπαρξη οποιαδήποτε άλλης θεραπείας.
– Τα μέτρα που λαμβάνονται θα πρέπει να είναι ανάλογα με την ανάγκη, και
– Τα μέτρα θα ισχύουν για όσο διάστημα εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Το Σύνταγμα του 1960 προέβλεπε την ύπαρξη δύο Ανωτάτων δικαστηρίων που ήταν τα εξής: Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και Ανώτατο Δικαστήριο. Τα δύο Ανώτατα Δικαστήρια λειτούργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συντάγματος μέχρι το 1963.’Ομως ολόκληρο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης όπως προνοείται στο Σύνταγμα κατέρρευσε μετά τα αιματηρά γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1963 που είχαν ως αποτέλεσμα την αποχώρηση από το κράτος του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας των Τουρκοκυπρίων Βουλευτών και δημοσίων υπαλλήλων που ακολούθησε.
Ο τότε ουδέτερος Πρόεδρος του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Γερμανός Καθηγητής Φόρτσχοφ παραιτήθηκε και εγκατέλειψε την Κύπρο. Στις 31.5.64 παραιτήθηκε και ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Καναδός Δικαστής Ουϊλσον. Επειδή στη κυβέρνηση δεν συμμετείχε ο Αντιπρόεδρος δεν ηταν δυνατός ο διορισμός άλλων δικαστών (σύμφωνα με τα άρθρα 133.1 και 2 και 153.1 και 2 του Συντάγματος η αρμοδιότητα αυτή ασκείται από κοινού από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας) τα δυο Ανώτατα Δικαστήρια της Δημοκρατίας έπαυσαν να λειτουργούν και παράμειναν έτσι ανενεργά για 14 μήνες.
Θεμέλιο της εγκαθίδρυσης του δικαίου της ανάγκης στο νεότερο Κυπριακό δίκαιο αποτελεί η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα του ψηφισθέντος του 1964 Νόμου περί Απονομής της Δικαιοσύνης, που αφορούσε την ομαλή λειτουργία των Δικαστηρίων μετά την παραίτηση των ουδετέρων Προέδρων του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου (High Court). Με την πιο πάνω νομοθεσία, εγκαθιδρύθηκε το ισχύον μέχρι σήμερα Ανώτατο Δικαστήριο που συνέχισε την άσκηση της δικαιοδοσίας που ασκείτο μέχρι τότε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Επίσης με τον Νόμο αυτό καταργήθηκε ο κοινοτικός χαρακτήρας στη σύνθεση των Δικαστηρίων. Συνεπώς έχουμε την συγχώνευση των δύο δικαστηρίων και των εξουσιών αυτών στο ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο.
Μετά την Τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963, που προκάλεσε την εγκατάλειψη των εδρών από τους Τουρκοκύπριους Βουλευτές και την αποχώρηση όλων των Τ/Κ από την κρατική μηχανή (Εκτελεστική, Νομοθετική, Δικαστική εξουσία), το Κράτος αντιμετώπισε τον κίνδυνο κατάρρευσης, αφού το δικοινοτικό σύστημα που εισήγαγε το Σύνταγμα δεν μπορούσε, θεωρητικά, να λειτουργήσει με τη μία από τις δύο κοινότητες να είναι απούσα. Τότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή νομολογία η ανάγκη επίκλησης και εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης για σωτηρία της δημόσιας Τάξης με τη μορφή λήψεως νομοθετικών μέτρων που ουσιαστικά παραβιάζουν το Σύνταγμα.
Το δικαστήριο υιοθέτησε την αρχή “salus populi suprema lex” (Η Σωτηρία του λαού υπεράνω του νόμου) ερμήνευσε το Κυπριακό Σύνταγμα ότι διαλαμβάνει σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Δίκαιο της ανάγκης, που αποτελεί μια σιωπηρή εξαίρεση στις συγκεκριμένες πρόνοιες του Συντάγματος. Το Δίκαιο της Ανάγκης, όπως ερμηνεύτηκε στην απόφαση Ιμπραχίμ αποτελεί πηγή εξουσίας για δράση που δεν ρυθμίζεται από το νόμο, αλλά απαιτείται για την σωτηρία του λαού και του κράτους.
Από την απόφαση αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1964 μέχρι και σήμερα, αρκετές είναι οι φορές που έγινε επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης κυρίως για τροποποίηση των μη θεμελιωδών άρθρων του κυπριακού Συντάγματος. Είναι κατανοητό ότι το Δίκαιο της Ανάγκης θα συνεχίσει να υπάρχει έως ότου αποκατασταθεί η «ανωμαλία» και πάψει να υφίσταται η έκτακτη κατάσταση που προκλήθηκε αρχικά λόγω των γεγονότων του 1963 και κυρίως με όσα διαδραματίστηκαν με την Τουρκική εισβολή και την συνεχιζόμενη και παράνομη κατοχή του 36,7% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η απόφαση στην υπόθεση Ιμπραχίμ είναι αναμφισβήτητα μια καθοριστική και ιστορικής σημασίας αφού λόγω αυτής διασώθηκε η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία και παράλληλα δημιούργησε τις κατάλληλες (υπό τις περιστάσεις) συνθήκες που επιτρέπουν την συνέχιση των τριών λειτουργιών της, Εκτελεστικής, Δικαστικής, Νομοθετικής, παρά την αποχώρηση των Τουρκοκύπριων αξιωματούχων που σκοπό είχαν να πετύχουν το ακριβώς αντίθετο.
Το δίκαιο της ανάγκης δεν προδιαγράφει απαραίτητα συγκεκριμένο τύπο ή τρόπο πολιτικής λειτουργίας. Το δίκαιο της ανάγκης καθιστά απλώς δυνατή τη λήψη αποφάσεων από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας, όταν η λειτουργία των συνταγματικών μηχανισμών καθίσταται αδύνατη. Δεν προϋποθέτει αντίθετα ότι τα αρμόδια πολιτειακά όργανα θα ασκήσουν τις εξουσίες τους με συγκεκριμένο τρόπο, πέραν του ελέγχου ότι δεν υπερβαίνουν τα όρια της ανάγκης. Η υιοθέτηση του δικαίου της ανάγκης ως μεθοδολογικού εργαλείου δεν αποσκοπεί επομένως σε υιοθέτηση γενικών απόψεων ως προς τη φύση και λειτουργία του κυπριακού κράτους, αντικείμενο που παραμένει εντός του πεδίου απόφασης της πολιτικής εξουσίας ως θέμα πολιτικό και όχι ως θέμα δικαίου της ανάγκης.
Η επίκληση του δικαίου της ανάγκης, για 57 χρόνια, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά συνταγματική «ανωμαλία», έσωσε όμως την Κυπριακή Δημοκρατία και επέτρεψε την ομαλή λειτουργία των τριών εξουσιών της, παρά τις φοβερά αντίξοες συνθήκες που δημιουργήθηκαν το 1963-64 και επετάθηκαν, σε υπέρμετρα μεγαλύτερο βαθμό, από το 1974. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Τουρκοκύπριοι Δικαστές, περιλαμβανομένου και του Τουρκοκύπριου πρώτου Προέδρου του Ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου, του διακεκριμένου Δικαστή Μεχμέτ Ζεκιά, μετά την απόφαση Ibrahim, επανήλθαν στις θέσεις τους, όπου παρέμειναν μέχρι το 1966, αναγνωρίζοντας, τοιουτοτρόπως την εγκυρότητα της απόφασης – σταθμού στη συνταγματική ιστορία της Κύπρου.
Η Κυπριακή πολιτεία αποφάσισε μετά από έρευνες και εισηγήσεις αρκετών νομικών διεπιστημονικών ομάδων, να επαναφέρει τις διατάξεις του Συντάγματος στην αρχική του μορφή μέσω της αλλαγής των θεσμών της πολιτικής δικονομίας. Η κίνηση αυτή κατά την άποψή μου θα προκαλέσει ένα τεράστιο και βαθύ πρόβλημα, νομικής και πολιτικής φύσης. Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου δεν επιτρέπονται οι πειραματισμοί, με ρίσκο την διακύβευση του κύρους της δικαιοσύνης. Την καθιστώ εξαιρετικά επικίνδυνη μια τυγχάνουσα επιστροφή στο πρότυπο του Συντάγματος. Ήδη η δικαιοσύνη έχει κλονιστεί πολλάκις από απαράδεκτες συμπεριφορές προερχόμενες είτε από τον νομικό κόσμο είτε από την ίδια την Δημοκρατία η οποία εβρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Πιστεύω ακράδαντα ότι η ενοποίηση των δικαστηρίων το 1964 εμπλούτισε το κυπριακό δίκαιο, με το ίδιο Ανώτατο Δικαστήριο να ασχολείται με όλα τα νομικά θέματα τα οποία τώρα, στο σύγχρονο δίκαιο, συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Η επιστροφή στο σύστημα της Ζυρίχης θα αποβεί ιδιαίτερα επιβλαβής για την απονομή της δικαιοσύνης στην Κύπρο. Με άλλα λόγια, με την προτεινόμενη μεταρρύθμιση και τη δημιουργία δύο δικαστηρίων επιχειρείται επιστροφή στις πρόνοιες του 1960, με τρόπο που πλήττει το δίκαιο της ανάγκης και την υπόθεση Ibrahim που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του συνταγματικού δικαίου της Κύπρου. Στην υπόθεση Ibrahim κρίθηκε ότι η συγχώνευση των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων ήτο αναγκαία βάσει του δικαίου της ανάγκης. Θεωρούμε ότι η εν λόγω μεταρρύθμιση θα επιφέρει κινδύνους πολιτικού επιπέδου καθώς υποσκάπτει την απόφαση Ibrahim αλλά και την εφαρμογή του Δικαίου της Ανάγκης όπου στηρίζεται τόσα χρόνια το δικαστικό οικοδόμημα. Όλα αυτά ίσως τεθούν σε κίνδυνο με «επιστροφή» στο Σύνταγμα του 1960 και ειδικότερα χωρίς την επιστροφή των Τουρκοκυπρίων.