Στις 26 Νοεμβρίου 2020 γίνεται η επίσημη τελετή παράδοσης των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας από την υποεπιτροπή σύνταξης και μετάφρασης τους στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στο πλαίσιο έρευνάς μου για τον τρόπο εφαρμογής των κανονισμών μετά την υιοθέτησή τους και επικείμενου paper που προέκυψε μετά από ένα εξάμηνο όπου ήμουν επισκέπτης ερευνητής στο Harvard με τον Καθηγητή David Rosenberg, διοργάνωσα σύντομη συζήτηση στις σε μία από τις διαλέξεις του μαθήματος Πολιτικής Δικονομίας που διδάσκω στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Φιλοξενούμενοι ήταν ο πρώην Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής κος Φοίβος Ζωμενής και ο δικηγόρος κος Λάρης Βραχίμης. Ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον το πώς βλέπουν το σύστημα οι δύο κατ’ εξοχήν κατηγορίες χρηστών του συστήματος, οι δικαστές και οι δικηγόροι.
Τα βασικά σημεία της πρότασης του paper είναι τα εξής:
– Προτείνεται ότι, ελλείψει διεισδυτικών και αποφασιστικών αλλαγών στη νομική κουλτούρα, οι μεταρρυθμίσεις της αστικής δικαιοσύνης στην Κύπρο θα χαρακτηριστούν από μια «βραχυπρόθεσμη έκρηξη ενέργειας ακολουθούμενη από μια επιστροφή στην παρούσα κατάσταση ως συνήθως.» Για την αντιμετώπιση των προκλήσεων στο κυπριακό σύστημα αστικής δικαιοσύνης, εξετάζω πώς οι στρατηγικές που σχετίζονται με το αμερικανικό σύστημα «Rocket Docket» θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μέσο για να δώσουν στους Κύπριους δικαστές τα εργαλεία για την ενεργή διαχείριση υποθέσεων, και έτσι, να αρχίσουν να μεταρρυθμίζουν τη νομική μας κουλτούρα.
– Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αναπτύχθηκαν συστήματα ενεργής διαχείρισης υποθέσεων (active case management) ελεγχόμενων από δικαστές, εμπνευσμένα σε μεγάλο βαθμό από το σύστημα «Rocket Docket». Τα βασικά στοιχεία αυτών των συστημάτων σε αστικές υποθέσεις είναι: (i) έγκαιρος προγραμματισμός διαδικασιών οδηγιών (pre-trial conferences) και προδικαστικών διαδικασιών, (ii) ολοκλήρωση της διαδικασίας αποκάλυψης που τηρεί αυστηρές και σύντομες προθεσμίες, (iii) αυστηροί περιορισμοί στο πεδίο της αποκάλυψης, (iv) πολιτική συγκατάθεσης σε σχεδόν καθόλου αναβολές, (v) συγκεκριμένες και έγκαιρες ημερομηνίες ακρόασης και (vi) ακροάσεις με αυστηρά χρονικά πλαίσια και είναι μικρότερες από τον μέσο όρο σε διάρκεια. Τα συστήματα που έχουν χρησιμοποιήσει αυτές τις στρατηγικές έχουν επιτύχει στη μείωση του χρόνου εκδίκασης. Αυτό συμβαίνει συχνά επειδή οι δικηγόροι καλούνται να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή σε υποθέσεις σε προδικαστικό στάδιο, ενθαρρύνοντας έτσι νωρίτερους διακανονισμούς και μικρότερες ακροάσεις.
– Τα αγγλικά CPR ορίζουν την ενεργή διαχείριση υποθέσεων (active case management) ως εξής: «Να αποφασίζονται αμέσως ποια ζητήματα χρειάζονται πλήρη διερεύνηση και δίκη και, κατά συνέπεια, να απορρίπτει συνοπτικά τα άλλα · καθορισμός χρονοδιαγραμμάτων ή άλλως έλεγχος της προόδου της υπόθεσης · εξετάζοντας εάν τα πιθανά οφέλη από τη λήψη ενός συγκεκριμένου βήματος δικαιολογούν το κόστος της λήψης · Αντιμετωπίζοντας όσες πτυχές της υπόθεσης μπορεί, στην ίδια περίπτωση, να ασχοληθεί με την υπόθεση χωρίς να απαιτείται από τους διαδίκους να παραστούν στο δικαστήριο · χρήση της τεχνολογίας · και δίνοντας οδηγίες για να διασφαλιστεί ότι η δίκη μιας υπόθεσης προχωρά γρήγορα και αποτελεσματικά.»
– Αυτά τα χαρακτηριστικά της ενεργητικής διαχείρισης υποθέσεων συμπυκνώνονται σε τρία ευρύτερα σημεία μεταρρύθμισης: (α) μια μετατόπιση της νομικής νοοτροπίας προς τη διάδοση της αποτελεσματικότητας και της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας παράλληλα με τη δικαιοσύνη (β) μια αύξηση του δικαστικού και διοικητικού προσωπικού για την επιτυχή εφαρμογή της μετατόπισης της νομικής κουλτούρας και (γ) η τεχνολογική ανάπτυξη η οποία παρέχει πιο αποτελεσματικές διαδικασίες για την επίτευξη δικαιοσύνης χωρίς να διακυβεύεται η ποιότητα της δικαιοσύνης.
Πιο κάτω καταγράφονται εν συντομία οι απαντήσεις των ομιλητών σε κάθε ένα από τα τέσσερα ερωτήματα που τους τέθηκαν, στα οποία είχαν 5 λεπτά να απαντήσουν για το καθένα:
Νικόλας Κυριακίδης (ΝΚ): Ερώτηση 1 ׃ Η Κύπρος είναι από τις 6-7 τελευταίες χώρες σε αριθμό δικαστών σε αναλογία πληθυσμού στην ΕΕ (figure 35 eu justice scoreboard). Είναι επιτακτικό να αυξήσουμε τον αριθμό των δικαστών ή δεν είναι απαραίτητα αυτό ένα από τα προβλήματα; Πόσο σημαντικό είναι να αυξηθεί το διοικητικό προσωπικό των δικαστηρίων; Θα βοηθήσει αρκετά αν οι δικαστές έχουν βοηθούς έρευνας για σύνταξη αποφάσεων (clerks); Πόσο μακριά είμαστε από ηλεκτρονικές δίκες και πόσο αυτό θα βοηθήσει;
Φοίβος Ζωμενής (ΦΖ)
- Ασφαλώς ο αριθμός των δικαστών είναι ένας σημαντικός παράγοντας που μπορεί να βοηθήσει στην πιο γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης. Βέβαια το θέμα δεν είναι τόσο ο αριθμός αλλά ο αριθμός υποθέσεων ανά δικαστή, δηλαδή εάν με κάποιο τρόπο μειωθούν οι υποθέσεις χωρίς να αυξηθεί ο αριθμός των δικαστών ή απλοποιηθεί η διαδικασία ούτως ώστε να μπορεί ο κάθε δικαστής να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις αυτό σίγουρα θα βοηθήσει στην αποσυμφόρηση του συστήματος.
- Κρίνοντας από την εμπειρία μου ο λόγος που τα τελευταία χρόνια επιβιώνει το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης είναι η ευσυνειδησία των δικαστών που εργάζονται κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Ουσιαστικά δεν παρέχονται οι σωστές συνθήκες που θα βοηθήσουν τον δικαστή να μπορέσει να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην εκδίκαση υποθέσεων. Έτσι όπως είναι δομημένο το καθημερινό πρόγραμμα του κάθε δικαστή αναλώνεται μεγάλος χρόνος για την διεκπεραίωση πρώτων εμφανίσεων, εκδίκαση αιτήσεων και άλλων θεμάτων με αποτέλεσμα να μειώνεται αντίστοιχα και ο χρόνος που είναι διαθέσιμος για την ουσιαστική ακρόαση υποθέσεων.
- Ταυτόχρονα δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποστήριξη από προσωπικό που μπορεί να βοηθήσει τον δικαστή στην διεκπεραίωση των υποθέσεων του. Υπάρχει και το ενδεχόμενο ο δικαστής να μην έχει καν αίθουσα για την εκδίκαση των υποθέσεων του και να πρέπει να μπαίνει στην διαδικασία να μοιράζεται την αίθουσα με ένα άλλο δικαστή.
- Επιπρόσθετα, ακόμα και μέχρι σήμερα η λήψη των πρακτικών γίνεται με απαρχαιωμένο τρόπο με στενογράφο. Πολύ συχνό φαινόμενο είναι ο δικαστής να μην έχει διαθέσιμο στενογράφο με αποτέλεσμα να χρειάζεται ο ίδιος να καταγράφει τα πρακτικά. Έχει γίνει ένα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια με την εισαγωγή της στενοτύπησης αλλά και πάλι δεν είναι ένα εργαλείο που είναι καθημερινά διαθέσιμο στον δικαστή.
Θα βοηθούσε να είχε ο δικαστής κάποιους βοηθούς έρευνας που θα τους βοηθούσαν με το νομικό μέρος της σύναψης των αποφάσεων;
- Αυτό θα ήταν μια πολύτιμη βοήθεια και υπάρχει σε κάποιο βαθμό αυτό το εργαλείο στο Ανώτατο Δικαστήριο αλλά όχι στα υπόλοιπα Δικαστήρια.
- Επίσης κάτι άλλο που αξίζει να σημειωθεί είναι πως ο δικαστής στην συγγραφή των αποφάσεων και την νομική μελέτη ουσιαστικά την κάνει στον χρόνο που θα έπρεπε να είναι ο ελεύθερος του χρόνος. Από την εμπειρία μου σε δικαστικά συνέδρια του εξωτερικού μια από τις πρώτες ερωτήσεις που λαμβάναμε όταν συζητούσαμε τις συνθήκες εργασίας ήταν πόσες φορές την εβδομάδα είχαμε ακροάσεις. Όταν αναφέραμε ότι οι ακροάσεις γίνονταν καθημερινά αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη γιατί σε άλλες χώρες ο δικαστής για την ακρόαση υποθέσεων ασχολείται μία-δύο φορές την εβδομάδα με αποτέλεσμα να έχει αρκετό διαθεσιμο χρόνο στο γραφείο του να ασχοληθεί με την συγγραφή αποφάσεων, την νομική έρευνα κ.ο.κ. Όμως αυτό στην Κύπρο δεν ισχύει.
Λάρης Βραχίμης (ΛΒ)
- Καταρχάς ο αριθμός των δικαστών πρέπει να είναι ένας δυναμικός αριθμός. Πρέπει να υπάρχει ένα συγκεκριμένο clearingrate, δηλαδή κάθε δικαστής πρέπει να δικάζει ένα χ αριθμό υποθέσεων και αν αυξηθούν οι υποθέσεις τότε ανάλογα πρέπει να αυξάνεται και ο αριθμός των δικαστών. Αν δεν γίνει αυτό τότε το σύστημα καταρρέει. Πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός όπου να αυξάνουμε και να μειώνουμε των αριθμό των δικαστών όπου χρειάζεται. Στην Αγγλία υπάρχουν οι recorders και όταν αναφέρεται στα Κυπριακά Δικαστήρια η εισαγωγή τον recorders το αποφεύγουν. Ο λόγος που υπάρχει πρόβλημα στην δικαιοσύνη είναι επειδή αυτά τα θέματα τα αποφασίζουν οι Εφέτες. Ο αριθμός των δικαστών πρέπει να ορίζεται αποκλειστικά από τον αριθμό των υποθέσεων.
- Επιπρόσθετα, μπορούν να ληφθούν κάποια μέτρα για να είναι πιο αποτελεσματικοί οι δικαστές και τα περισσότερα είναι αυτονόητα. Μεγάλο πρόβλημα είναι πως οι δικαστές στην Κύπρο δεν κάνουν case management γιατί δεν υπάρχει αυτή η κουλτούρα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι πρώτες εμφανίσεις είναι αχρείαστες και χάνεται πολλής πολύτιμος δικαστικός χρόνος για πράγματα που δεν χρειάζονται.
- Εμπειρογνώμονες το 2018 έκριναν ότι στην Κύπρο μεγάλο πρόβλημα αποτελεί το ότι δεν υπάρχει Διοίκηση Δικαστηρίων και έκτοτε δεν έχει γίνει καμία κίνηση για να αλλάξει αυτό.
- Λόγω του ότι προχωρούμε στην ηλεκτρονική δικαιοσύνη μάλλον δεν θα χρειαστούμε άλλο διοικητικό προσωπικό στο Πρωτοκολλητείο αλλά αντιθέτως θα έχουμε περισσότερα άτομα από ό,τι χρειάζονται. Οι συνθήκες εργασίας για τους Πρωτοκολλητές είναι εξωφρενικές αφού αναγκάζονται να κουβαλάνε φακέλους και να περνάνε ημερομηνίες σε βιβλία αλλά αυτό θα σταματήσει με το νέο ηλεκτρονικό σύστημα που θα μπει στην δικαιοσύνη.
- Καλό θα ήταν να υπάρχουν βοηθοί για την σύνταξη υποθέσεων όχι μόνο στο Εφετείο αλλά και για τους πρωτόδικους δικαστές.
- Όσο αφορά τις ηλεκτρονικές δίκες δεν είναι σίγουρο ότι είναι κάτι το οποίο βοηθά. Γίνονται δοκιμές στην Αγγλία αλλά οι πρώτες εκτιμήσεις είναι αρνητικές.
ΝΚ: Ερώτηση 2: Έχει ειπωθεί ότι στην Κύπρο μετατρέψαμε την δικονομία σε ουσία, δηλαδή εγκλωβιζόμαστε σε αιτήσεις και στο τέλος καταλήγουμε να αφιερώνει τεράστιο χρόνο το Δικαστήριο για να δικάζει δικονομικά ζητήματα και λιγότερο να αφιερώνεται χρόνο στην ουσία της υπόθεσης. Ισχύει αυτό; Αν ισχύει ποιος φταίει; Οι δικηγόροι, οι δικαστές και οι δύο, κανένας, κάποιος άλλος; Και σχετικά με αυτό το ερώτημα πώς εκ φύσεως σκέφτεται η κάθε κατηγορία;
ΛΒ: Δύο πράγματα: Όταν λέμε ότι δικονομία έγινε ουσία, είναι διότι δεν έχουμε μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είναι εκείνο που ονομάζουμε σύνδρομο «Μαχλουζαρίδη». Δεν ξέρω αν θυμάστε την απόφαση αυτή την περίφημη απόφαση του Πική, που έλεγε ότι αν δεν καταγράψεις στην νομική βάση της αίτησης σου το σωστό άρθρο του κανονισμού ή του νόμου, τότε η αίτηση είναι άκυρη. Ήταν μια λανθασμένη απόφαση την ημέρα που εκδόθηκε, ενώ προϋπήρχε προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έλεγε ακριβώς το αντίθετο την οποία είχε αγνοήσει ο κύριος Πικής. Είχε θυμώσει ιδιαίτερα τότε ο κύριος Στυλιανίδης, είχε βγάλει μια-δύο αποφάσεις εξηγώντας πως η απόφαση Μαχλουζαρίδη, ήταν εντελώς λανθασμένη. Εγώ είχα καταλήξει σε κάποια εποχή να δικάζω το θέμα Μαχλουζαρίδη, τέσσερις-πέντε φορές τον χρόνο. Συνεχίζουν να υπάρχουν δικαστές μετά που αλλάξαμε τον κανονισμό για να ξεπεράσουμε την Μαχλουζαρίδη και έχουμε ακόμα Δικαστές που απορρίπτουν αιτήσεις διότι δεν έβαλες πάνω την σωστή νομική βάση, κάνεις έρευνα να την εντοπίσεις και δεν βάζεις πάνω τον σωστό κανονισμό και αυτός είναι λόγος απόρριψης. Υπάρχουν αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου που αυτό επιτρέπεται, είναι θέμα κοινής λογικής, δεν ήταν πότε μέρος του δικαίου μας. Αυτό το θέμα με την μετατροπή της «δικονομίας σε ουσία» ήταν κάτι που ξεκίνησε πιστεύω επί Πική, ήταν και παραμένει καταστροφικό για τα Δικαστήρια μας, τρώμε τεράστιο δικαστικό χρόνο να ασχολούμαστε με θέματα δικονομικά, δεν αφήνονται να δικάζουν οι δικαστές ενδιάμεσες αιτήσεις συνοπτικά όπως οφείλουν. Ένα λοιπόν πρόβλημα, είναι ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος διότι έγινε πλέον κουλτούρα των Εφετών και δεν μπορούν να ξεπεράσουν αυτό το πράγμα που άλλο δικονομία άλλο ουσία, συνεχίζουν πάνω σε αυτή την λογική διότι έτσι έμαθαν, έτσι ξεκίνησαν σαν Δικαστές. Δεν ξέρω πώς αυτό θα ξεπεραστεί, κάποιος πρέπει να τους εξηγήσει στους Εφέτες ότι άλλο δικονομία και άλλο ουσία και τότε θα το μάθουν και οι πρωτόδικοι. Άλλο παράδειγμα. Έβγαλε απόφαση ο Ναθαναήλ πριν ένα-δύο χρόνια να μας πει τι σημαίνει καλός λόγος για να βάλεις συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Μα αυτά είναι εξωφρενικά! Έτσι, τι σημαίνει να σου πει τι θα πει καλός λόγος, τι σημαίνει να ασχοληθεί το Εφετείο με αυτό το θέμα της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, να δώσει καθοδήγηση; Το αποτέλεσμα είναι ενώ ο κανονισμός είναι ότι συμπληρωματική ένορκη δήλωση καταχωρείται μετά από προφορικό αίτημα, να σου λέει ο Εφέτης κάνε μου γραπτή αίτηση και μετά ένσταση και μετά σου λέει γραπτή αγόρευση και μετά απόφαση. Αυτά είναι εξωφρενικά πράγματα για αυτό είναι ένας από τους λόγους που χρεωκοπεί η δικαιοσύνη. Ποιος φταίει; Φταίει λοιπόν το Εφετείο που δεν αντιλαμβάνεται τι θα πει δικονομία και ουσία και φταίει η έλλειψη του λεγόμενου case management judge, του οποίου ο ρόλος είναι να πει ο Δικαστής όταν έγινε αίτημα για συμπληρωματική ένορκη δήλωση και το ζήτησε με γραπτή αίτηση να του πει «άκου να σου πω γιε μου, δεν είναι γραπτώς αυτά τα πράγματα είναι προφορικά και να μην το ξανακάνεις». Αυτή η νοοτροπία της κάθε πλευράς, το ότι «οι δικηγόροι επιθυμούν να καθυστερήσουν» είναι μύθος. Οι δικηγόροι προσαρμόζονται σε αυτό το οποίο έχουν. Εάν έχουν ένα σύστημα το οποίο δεν δικάζει υποθέσεις ή μόνο κατά τύχη μπορεί να δικαστεί μια υπόθεση είναι πολύ πιθανόν να μην είμαι και εγώ έτοιμος όπου οι πιθανότητες να ξεκινήσει μια υπόθεση είναι 20% ή όταν μαθαίνω πως θα γίνει η δίκη μου δύο ημέρες προηγουμένως. Όταν σε ένα σοβαρό κράτος την ημερομηνία ακρόασης σου την παίρνεις πριν τρεις μήνες για να μπορέσεις να ετοιμαστείς. Λοιπόν, όπως είναι το σύστημα δεν επιτρέπει στους δικηγόρους να είναι έτοιμοι όταν πρέπει να είναι έτοιμοι και κατ’ επέκταση είναι αναμενόμενο ο δικηγόρος πολλές φορές να πάει στο δικαστήριο χωρίς να είναι έτοιμος και καμιά φορά παραπονούμαστε γιατί πάμε και δεν είμαστε έτοιμοι. Διότι έτσι μάθαμε, έτσι μας εξωθεί το σύστημα. Εάν αλλάξουν τα πράγματα… Γιατί στο Εφετείο πάνε πάντα έτοιμοι; Λοιπόν γιατί στο Εφετείο ξέρουν ότι αν έχουν ακρόαση θα δικαστεί η υπόθεση. Δεν μπορώ ας πούμε να έχω υπόθεση μεθαύριο και δεν ξέρω αν θα ξεκινήσει δεν είναι το ίδιο. Ο λόγος που υπάρχει αυτή η νοοτροπία όπως λέμε των δικηγόρων να μην είναι έτοιμοι, είναι διότι τα Δικαστήρια δεν είναι έτοιμα όπως πρέπει να είναι έτοιμα και κατ’ επέκταση σε αυτό προσαρμόζονται και οι δικηγόροι.
ΝΚ: κε Φοίβο, να ακούσουμε την γνώμη σας και θα ήθελα να ρωτήσω σε αυτό το σημείο, πώς εξηγούμε το γεγονός ότι υπάρχουν δικαστές που είναι πολύ παραγωγικοί και δικαστές που δεν είναι πολύ παραγωγικοί ή που υπάρχουν δικαστές που υπάρχει η φήμη ότι είναι πάρα πολύ απαιτητικοί όσον αφορά τα χρονοδιαγράμματα και άλλοι όπου υπάρχει η φήμη ότι έχουμε υπόθεση με αυτό τον δικαστή άρα ας μην είμαστε έτοιμοι.
ΦΖ: Ακριβώς Νικόλα, έθιξες ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που νομίζω απαντά και το ερώτημα κατά πόσον μπορούμε να τα ρίξουμε όλα στο σύστημα και να τα ρίξουμε όλα στους απαρχαιωμένους δικαστικούς θεσμούς και πως πρέπει να κοιτάξουμε και αλλού. Είναι νομίζω κοινά παραδεκτό και το ξέρουμε όλοι, ότι υπάρχουν δικαστές οι οποίοι εφαρμόζοντας το ίδιο δίκαιο, τους ίδιους θεσμούς που εφαρμόζουν οι άλλοι συνάδελφοι τους είναι πολύ πιο αποδοτικοί, είναι πολύ πιο απαιτητικοί προς του δικηγόρους και όπως είπε και ο Λάρης οι δικηγόροι αναγκαστικά προσαρμόζονται. Άρα είναι κάτι που πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι όσο τέλειο και να είναι ένα σύστημα δικονομικό ή όποια προβλήματα και να έχει, τι κάνει ουσιαστικά; Θέτει ορισμένα πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί ένας δικαστής που ξέρει να χειριστεί σωστά τις υποθέσεις του, να χειριστεί σωστά το ημερολόγιο και να αντιμετωπίσει με σωστό και δίκαιο τρόπο τους δικηγόρους. Μπορεί, αξιοποιώντας το σύστημα αυτό να έχει καλύτερα αποτελέσματα. Τώρα, όσον αφορά την ουσία της ερώτησης θα έλεγα όπως είναι η κατάσταση τώρα υπάρχει μια τυπολατρία. Πολλές φορές χάνουμε την ουσία και αναλώνεται τεράστιος χρόνος στην εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων ενώ θα μπορούσε πολύ εύκολα με μια συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών και ενδεχομένως και με την βοήθεια του δικαστή να παραμεριστούν αυτά τα ενδιάμεσα θέματα και να αφιερωθεί ο πολύτιμος χρόνος του δικαστή και των δικηγόρων στην εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς. Είδαμε πολλές φορές υποθέσεις να ταλαιπωρούνται με ενδιάμεσες αιτήσεις, αιτήσεις επί αιτήσεων πολλές φορές, ιδιαίτερα πριν περιοριστεί η ευχέρεια έφεσης από ενδιάμεσες αποφάσεις να καταλήγει ένα θέμα στο Ανώτατο και να επιστρέφει πίσω στο Επαρχιακό για να συνεχιστεί η διαδικασία για να υπάρχει μια άνευ προηγουμένου καθυστέρηση στην εξέλιξη της υπόθεσης. Νομίζω ότι, μεγάλο μέρος της ευθύνης έχουν και οι δικηγόροι για αυτό. Νομίζω είδαμε πολλές φορές να υποβάλλουν αιτήσεις καθαρά για λόγους τακτικής ή στρατηγικής. Είναι φαινόμενο υπαρκτό αυτό νομίζω, κανένας δεν μπορεί να το αρνηθεί. Υπάρχει μια μεγάλη αύξηση στις ενδιάμεσες αιτήσεις την οποία θα μπορούσε κάποιος να συσχετίσει με την αύξηση των εξόδων στις ενδιάμεσες αιτήσεις. Άρα, θα έλεγα ότι υπάρχουν δυστυχώς δικηγόροι οι οποίοι μπορεί να προωθούν ενδιάμεσες αιτήσεις απλά για να δημιουργούν έξοδα στην υπόθεση. Πως μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό; Θεσμικά θα μπορούσε ίσως να υπάρχει κάποιος περιορισμός των εξόδων σε ενδιάμεσες διαδικασίες, κάποιες συνέπειες ενδεχομένως να είναι για τον διάδικο ο οποίος κάνει ενδιάμεσες αιτήσεις αβάσιμες ή που είναι ανεπαρκής, όσον αναφορά, τον χρόνο καταβολής των εξόδων που επιδικάζονται εναντίον του. Ίσως μια σκέψη θα μπορούσε να είναι το να είναι υποχρεωμένος ο διάδικος να πληρώνει τα έξοδα άμεσα και να μην περιμένει μέχρι το τέλος της υπόθεσης και να συσχετίζεται αυτό με την δυνατότητα να προχωρήσει η διαδικασία. Μπορεί βέβαια και ο δικαστής να ελέγξει σε κάποιο βαθμό την διαδικασία. Αν διαπιστώσει ότι υπάρχει κατάχρηση ουσιαστικά του δικαιώματος καταχώρισης αιτήσεων σίγουρα δεν μπορεί να απαγορεύσει στον διάδικο να υποβάλει την αίτηση, αλλά μπορεί να το αντιμετωπίσει θα έλεγα με δύο τρόπους: ο ένας είναι με την κατάλληλη διαταγή ως προς τα έξοδα αν διαφανεί ότι μια αίτηση είναι αβάσιμη ή αχρείαστη και ο άλλος τρόπος που ίσως είναι και καλύτερη απάντηση σε κάποιον που κάνει αιτήσεις για να καθυστερήσει την υπόθεση είναι ο δικαστής να την εκδικάσει το συντομότερο δυνατό.
ΝΚ: Να κάνω δύο follow up questions. Το πρώτο, ως ένα κίνητρο για τους δικαστές να εφαρμόζουν την διαδικασία χωρίς να επιτρέπουν καταχρήσεις, θα βοηθούσε να γίνει ένα πιο αντικειμενικό και ακριβές σύστημα αξιολόγησης για τους δικαστές; Ένα από τα κριτήρια να είναι η παραγωγικότητα, ο τρόπος εφαρμογής των κανόνων ή η μη ας πούμε ανοχή στην κατάχρηση κλπ;
ΦΖ: Νομίζω ότι υπάρχει μια παρακολούθηση του αριθμού που διεκπεραιώνει ο κάθε δικαστής και είναι ένας από τους παράγοντες που θέλω να πιστεύω ότι θα λαμβάνονται υπόψη από το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με την ανέλιξη των Δικαστών.
ΝΚ: Το δεύτερο υπο-ερώτημα είναι το εξής: Κάπου είχα διαβάσει για τα λεγόμενα bright spots, δηλαδή άμα υπάρχει ένα πρόβλημα και δεν ξέρεις ακριβώς τι φταίει βλέπεις κάποια spots που δουλεύουν καλά, δηλαδή σε αυτή την περίπτωση κάποιοι δικαστές οι οποίοι είναι εξαιρετικά αποδοτικοί ας πούμε και η φήμη τους είναι ότι δεν επιτρέπουν κάποια κατάχρηση. Τους βλέπεις τι κάνουν και το αντιγράφεις και για τους υπόλοιπους. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από την σχολή δικαστών; Θα μπορούσε αυτό να γίνει ώστε να υπάρχει μια ομοιόμορφη εφαρμογή των θεσμών;
ΦΖ: Ιδιαίτερα σημαντικό και ιδιαίτερα η ανομοιομορφία νομίζω ενοχλεί τον δικηγόρο, ενοχλεί και τον διάδικο. Θα πρέπει ένας δικηγόρος να ξέρει ποια είναι η πορεία της υπόθεσης του ανεξάρτητα από το σε ποιο δικαστή θα τύχει να εκδικάσει την υπόθεση, άρα σίγουρα η ομοιομορφία είναι κάτι σημαντικό και εάν διαπιστωθούν κάποιες ορθές πρακτικές οι οποίες εφαρμόζει ένας δικαστής με επιτυχία σίγουρα είναι ένα θετικό στοιχείο να γίνει η εισήγηση και στους υπόλοιπους δικαστές να ακολουθούν την προσέγγιση αυτή. Υπάρχει να πω έτσι συμπληρωματικά και μια ευαισθησία κάπως υπερβολική κατά την άποψη μου από πλευράς Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούμε να επέμβουμε στο έργο του δικαστή και αν του πούμε ότι πρέπει να χειρίζεσαι τις υποθέσεις σου με αυτόν τον τρόπο αποτελεί επέμβαση στην άσκηση των καθηκόντων του. Νομίζω ότι μπορούν να δοθούν κατευθυντήριες γραμμές και πρέπει.
ΝΚ: Ερώτηση 3: Αφήνοντας έξω το backlog (καθυστερημένες υποθέσεις) και εστιάζοντας στο ratio incoming/resolved cases και το οποίο πρέπει να είναι κάτω από 100% για να μην αυξηθεί το backlog εφόσον η πλειοψηφία των γραφείων στην Κύπρο είναι από 1-5 δικηγόρους και αρκετοί δικηγόροι είναι sole practitioners, είναι εφικτό για ένα δικηγόρο/δικηγορικό γραφείο να δικάζει πάνω από μία υπόθεση τη μέρα;
ΛΒ: Δεν νομίζω πως είναι αυτός ο λόγος. Αν το δούμε αριθμητικά ένας δικαστής δικάζει 9 αποφάσεις μέσο όρο τον χρόνο σύμφωνα με τα στατιστικά του ΑΔ. Η ουσία είναι να μπορείς να χρησιμοποιείς σωστά τον δικαστικό χρόνο και να τον εκμεταλλεύεσαι σωστά απαλλάσσοντας τον δικαστή από αχρείαστες ενέργειες. Ο άλλος τρόπος είναι οι δικαστές να καταλάβουν πως οι ενδιάμεσες αιτήσεις δικάζονται συνοπτικά και δεν νοείται για μια αίτηση τροποποίησης να χρειάζεται κάτι γραπτώς (γραπτή αγόρευση). Αυτά τα θέματα πρέπει να μάθουν να δικάζονται συνοπτικά. Από εκεί και πέρα δεν είναι τόσο μεγάλο το πρόβλημα, ένας χρόνος έχει 200 δικαστικές μέρες, κανένας δικηγόρος δεν δικάζει 200 μέρες τον χρόνο σε ακροάσεις, άρα δεν υπάρχει τόσο μεγάλο πρόβλημα ακόμα και αν μπούμε σε μια διαδικασία εκδίκασης του backlog (κάτι τέτοιο σύμφωνα με εισηγήσεις των Ιρλανδών θα γίνει μέσα σε 3 χρόνια – άρα σε 3 χρόνια να τελειώσουμε με το backlog και παράλληλα να βλέπουμε τις τακτικές υποθέσεις των τακτικών δικαστών, όπου οι τακτικοί δικαστές δικάζουν υποθέσεις μέχρι ενάμιση χρόνο. Έχω στείλει τον πίνακα για τα στατιστικά του 2017, με βάση αυτά λοιπόν έχουν καταχωρηθεί 12300 υποθέσεις και έχουν διεκπεραιωθεί 14748.
ΝΚ: Οι δικηγόροι θα μπορούσαν δικάζουν και απογεύματα;
ΛΒ: Ίσως μέχρι τις 4 νοουμένου πως δεν γίνεται καθημερινά γιατί χρειάζεσαι χρόνο να δεις τις υποθέσεις κλπ.
ΝΚ προς ΦΖ: Είναι εφικτό για ένα δικαστεί να ακούει δύο ή τρεις ακροάσεις τη μέρα (αν οι πρώτες εμφανίσεις διεκπεραιώνονται από email κλπ); Πόσες αποφάσεις μπορεί να γράφει ένας δικαστής το μήνα;
ΦΖ: Αυτό εξαρτάται από την πολυπλοκότητα όσο, αφορά τον αριθμό αποφάσεων, και τον όγκο της μαρτυρίας. Μια υπόθεση ανεξάρτητα από το αντικείμενο αγωγής μπορεί να έχει πολλά περίπλοκα νομικά θέματα. Έτυχε υπόθεση για 3-4.000 ευρώ να έχει πολλά νομικά θέματα ενώ άλλη με εκατοντάδες χιλιάδες να αφορούσε απλώς ποιος μάρτυρας είναι αναξιόπιστος. Ο αριθμός που ανέφερε ο αγαπητός Λάρης (9 αποφάσεις τον χρόνο) μου φαίνεται υπερβολικά χαμηλός, έτυχε να βγάλω τόσες αποφάσεις σε ένα μήνα, αλλά είναι ο μέσος όρος όπως αναφέρεται. Όσο αφορά την εκδίκαση πολλών υποθέσεων την ίδια μέρα αυτό εξαρτάται από τον προγραμματισμό του δικαστή. Προτιμότερο να ξεκινά και να συνεχίζεται η υπόθεση σε συνεχόμενες διαδικασίες αν είναι δυνατόν. Τελικά αυτό που πρέπει να κάνει ο δικαστής είναι να βρει τρόπο να αξιοποιήσει τον χρόνο ακρόασης κάθε μέρα – είτε θα αφιερωθεί σε μια υπόθεση (κατά την άποψη μου το ιδεώδες) είτε σε μεγαλύτερο αριθμό – είναι θέμα που εξαρτάται από την κάθε περίπτωση.
ΝΚ προς ΦΖ: Ίσως να είναι σημαντικό να μπει σύστημα αξιολόγησης με KPIs (key performance indicators) όπως είπαμε πριν; Ένα από τα στοιχεία να είναι ότι οι δικαστές πρέπει να γράφουν 5-7 αποφάσεις τον μήνα και αυτό να είναι κριτήριο αξιολόγησης τους. Πιστεύετε πως αν μπει ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιολόγησης ίσως δώσει κίνητρα σε αυτούς ή θα επηρεάσει την ανεξαρτησία των δικαστών;
ΦΖ: Νομίζω είναι δύσκολο να μετρήσεις την απόδοση του δικαστή καθαρά με βάση τον αριθμό υποθέσεων. Μια υπόθεση μπορεί να ισοδυναμεί με 10, μπορεί μια υπόθεση να είναι εξαιρετικά περίπλοκη πχ αν αφορά ιατρική αμέλεια, άρα οι αριθμοί από μόνοι τους μπορεί να δίνουν μια ένδειξη αλλά δεν είναι σίγουρα κάτι το απόλυτο. Και οι δικηγόροι και το ΑΔ ξέρουν ποιοι δικαστές εργάζονται και ποιοι όχι.
ΝΚ: Ερώτηση 4: Μία από τις εισηγήσεις του Lord Dyson ήταν να δοθεί περισσότερη εξουσία στον δικαστή για την εφαρμογή των Θεσμών και γενικά για να μπορεί ο ίδιος να επιταχύνει τη διαδικασία που θυμίζει το αμερικανικό rocket docket και το αγγλικό active case management. Μήπως όμως στην Κύπρο η περισσότερη διακριτική ευχέρεια στους δικαστές, στην εφαρμογή των κανόνων, θα αυξήσει το περιθώριο κατάχρησης των θεσμών αν οι δικαστές δεν έχουν κίνητρο να μην εισακούν τα ενίοτε καταχρηστικά αιτήματα των δικηγόρων;
ΛΒ: Το ζήτημα των καταχρηστικών αιτημάτων διακρίνεται από υπερβολή. Δεν αποτελεί αυτό καθ’ αυτό το πρόβλημα, διότι πρόκειται για είδη αιτημάτων που είναι πολύ εύκολο να ελεγχθούν και να περιοριστεί η άσκηση τους. Παρατηρείται από την δικαστική πρακτική ότι η απόρριψη καταχρηστικών αιτημάτων εκλαμβάνεται ως θετικό δείγμα στον εργασιακό χώρο και ως εκ τούτου μέσο προαγωγής στις ανώτερες βαθμίδες του δικαστικού αξιώματος. Γι’ αυτό βλέπουμε εσφαλμένα πολλές φορές δικαστές να απορρίπτουν αιτήσεις οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις δεν αποτελούν καταχρηστικές αιτήσεις. Αυτό δημιουργεί μία τάση επικέντρωσης στο τυπικό μέρος αντί του ουσιαστικού μέρους του δικαίου. Πρόκειται για δικαστές που δίδουν υπερβολική έμφαση στα τυπικά στοιχεία της υπόθεσης αντί των ουσιαστικών. Η εύρεση της επίλυσης της υπόθεσης πραγματώνεται συχνά με εσφαλμένα κριτήρια και η προσοχή των δικαστών εστιάζεται σε τύπους και διατάξεις που ουσιαστικά δεν είναι απαραίτητες για την ομαλή εκδίκαση της υπόθεσης (τυπολατρία). Μία προτεινόμενη λύση του προβλήματος θα ήταν να επιτάσσεται η εξειδίκευση. Δηλαδή, το εκάστοτε δικαστικό σώμα που αναλαμβάνει την διεκπεραίωση μίας υπόθεσης να απαρτίζεται από εξειδικευμένα μέλη στον κλάδο του δικαίου που αναλαμβάνουν. Λόγου χάρη, στο τραπεζικό δίκαιο, θα μπορούν να το αναλαμβάνουν δικαστές με γνώσεις στο εν λόγω θέμα. Έτσι, θα μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να εκδίδονται και υποθέσεις ex tempore, όπου δεν θα χρειάζεται να επιφυλαχθούν. Για υποθέσεις για τις οποίες καθιερώθηκε ξεκάθαρη νομολογιακή πρακτική, όπου δίνονται συγκεκριμένες οδηγίες για το πώς να πραγματοποιείται μία υπόθεση, θα ήταν αμελητέο να εκδικαστεί μία τέτοια υπόθεση πλείστες φορές και να φτάσει ακόμη και στο Εφετείο, όταν προϋπάρχει τόσο ισχυρό νομολογιακό προηγούμενο. Όσον αφορά επίσης το ζήτημα των παραδεκτών γεγονότων θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Αγγλίας, με το να υπάρχουν κοινοί εμπειρογνώμονες σε κάθε υπόθεση. Αυτό θα εξοικονομούσε σημαντικό δικαστικό χρόνο όπου στα κυπριακά δικαστήρια βλέπουμε να αναλώνεται ανάμεσα σε αντικρουόμενες θέσεις δύο εμπειρογνωμόνων, όπου ο ένας ανέλαβε την περιγραφή των γεγονότων και την εξαγωγή του ανάλογου πορίσματος από την πλευρά του εναγόμενου και ο άλλος από την πλευρά του ενάγοντα. Από τα παραπάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν τρόποι να γίνει πιο πρακτική και πιο αποτελεσματική η όλη διαδικασία της απονομής της δικαιοσύνης. Αυτοί οι τρόποι εξαρτώνται από τον τρόπο που διαχειρίζονται οι δικαστές τα δικονομικά μέσα που έχουν στην διάθεση τους. Είναι λάθος να θεωρείται ότι ο λόγος που το τελικό πόρισμα αργεί να εκδοθεί έξι ή οχτώ χρόνια ότι έχει κάποια σχέση με τις αναβολές που ζητούν οι δικηγόροι. Τα καίρια προβλήματα του συστήματος που συμβάλλουν σε αυτήν την προβληματική κατάσταση είναι ο μικρός αριθμός δικαστών, η απώλεια δικαστικού χρόνου. Η απώλεια δικαστικού χρόνου έγκειται στο ότι ασχολούνται οι δικαστές με ζητήματα που δεν είναι φύσει δικαστικά, όπως προβλήματα εξειδίκευσης δικαστικού προσωπικού, ελαττωματική ή εσφαλμένη χρήση της νομολογίας. Αν αυτά τα προβλήματα επιλυθούν, θα ξεπεραστούν τα τωρινά εμπόδια στην διαδικασία που την καθιστούν χρονοβόρα και επιζήμια, χωρίς να χρειαστεί να πραγματοποιηθεί ουδεμία αλλαγή στους Θεσμούς.
Η προσκόλληση σε εκτέλεση των διαδικασιών σε καταληκτικές και αμετάκλητες ημερομηνίες ενέχει τον κίνδυνο ενδεχόμενης αποστασιοποίησης από την ουσία της υπόθεσης και δημιουργία αρνητικών και κατά του αισθήματος δικαίου καταστάσεων για έναν εκ των διαδίκων. Πρέπει, οποιαδήποτε αλλαγή στο δικαιικό μας σύστημα να διασφαλίζει την ίση μεταχείριση του ενάγοντα και του εναγόμενου. Ας θέσουμε ένα παράδειγμα που θα μπορούσε να συμβεί, αν υιοθετούταν αλόγιστα η μέθοδος rocket docket. Θα μπορούσε ο ενάγοντας για παράδειγμα να έχει στην διάθεση του έως και έξι μήνες να ετοιμάσει την μαρτυρία του. Χρονικό περιθώριο αρκετό για να συλλέξει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την εκδίκαση της υπόθεσης και από την άλλη πλευρά, να δίνονται μόνο δεκαπέντε ημέρες στον εναγόμενο να ετοιμάσει την μαρτυρία του. Συνεπώς, οι αυστηροί περιορισμοί στον χρόνο εκδίκασης θα μπορούν να αποβούν ευνοϊκοί για ένα διάδικο, αλλά συνάμα αδικώντας τον άλλον διάδικο, αποδυναμώνοντας έτσι το περί δικαίου αίσθημα. Για να αποφευχθούν οι δυσάρεστες αυτές συνέπειες και παράλληλα να καταστούν εκμεταλλεύσιμα και προσιτά από το δικαιικό μας σύστημα οι ρυθμίσεις rocket docket, θα πρέπει να κριθεί αναγκαία η ύπαρξη managers, που να μπορούν να διαχειρίζονται με τον μέγιστο δυνατό τρόπο τον απαιτούμενο χρόνο που θα πρέπει να δίνεται σε κάθε μία πλευρά, σε κάθε υπόθεση, να παρατηρούν τις τυχόν ατέλειες της δικαστικής πρακτικής και να λαμβάνουν για την διενέργεια της κάθε υπόθεσης τα απαραίτητα μέτρα, για την γρήγορη και αποτελεσματική διαχείριση της υπόθεσης. Απαραίτητη η προσπάθεια από πλευράς δικηγόρων και δικαστών να επιδιώκουν να φτάνουν σε μία διευθέτηση και σε έναν συμβιβασμό στη διαφορά, δίχως να χρειαστεί να φτάσουν στο στάδιο της ακρόασης.
Επιπλέον ερωτήσεις από φοιτητές:
Αφού ξέρουμε ότι το σύστημα μας πλέον περνά μια κρίση εδώ και πάρα πολλά χρόνια, σε τι οφείλεται το ότι δεν τροποποιούμε κάποιους θεσμούς ή κάποιες αντιλήψεις για να βοηθήσουμε το σύστημα μας και να είμαστε πιο περήφανοι για το σύστημα που θέλουμε να έχουμε στην Κύπρο; Για ποιο λόγο δεν περνάμε στο επόμενο βήμα;
ΝΚ: Είναι το αιώνιο ερώτημα. Μήπως επειδή τόσα χρόνια αυτή η κατάσταση σύμφερε σε όλους τους παίκτες (δικαστές, δικηγόρους);
ΛΒ: Καταρχάς δεν συμφωνώ ότι οι δικηγόροι δεν επιθυμούν αλλαγές. Το 2000 ήμουν στον Δημοκρατικό Συναγερμό γραμματέας δικαιοσύνης όπου είχα ετοιμάσει το προεκλογικό πρόγραμμα όπου ένα από τα θέματα τα οποία είχα μέσα ήταν η αλλαγή των ΘΠΔ. Συνέχιζαν να το αντιγράφουν στις επόμενες εκλογές. Το 2005 ήμουν σε επιτροπή του Δώρου Ιωαννίδη για το θέμα των Θεσμών όπου η θέση μου ήταν να αλλάξουν εχτές και είπαμε ότι αφού δεν υπάρχει μηχανισμός να τους αλλάξει, να μεταφράσουμε και να υιοθετήσουμε κατά λέξη τους Αγγλικούς. Από το 2006 όπου ήμουν στην επιτροπή του Ανώτατου ήταν πάντα μέσα στα θέματα η αλλαγή των Θεσμών και πότε θα αλλάξουν. Ο λόγος που δεν αλλάζουν είναι ότι δεν υπάρχει κανένας ικανός να τους αλλάξει. Είναι φανερό ότι όλη η εξουσία δόθηκε στους Εφέτες, κακώς δόθηκε από το Σύνταγμα, και είναι ξεκάθαρο ότι είναι παντελώς ανίκανοι οι Εφέτες να ανταποκριθούν έστω και στοιχειωδώς σε αυτή την υποχρέωση. Φέραμε τους Ιρλανδούς να μας πουν πως να αλλάξουμε τον μηχανισμό και 2,5 χρόνια δεν κάναμε τίποτε. Φέραμε τους Άγγλους να μας γράψουν Θεσμούς και μας είπαν εμείς δεν ξέρουμε τα δικά σας θα αντιγράψουμε τα δικά μας και θα τα εφαρμόσετε.
Ερώτηση 2: Πόσο μακριά είναι διατεθειμένοι να πάνε οι δικηγόροι αφού θέλουν τόσο πολύ την αλλαγή; Θα ήταν διατεθειμένοι να κάνουν απεργία για να ασκήσουν πίεση;
ΛΒ: Το 2005 ο Δώρος Ιωαννιδης στην πρώτη του θητεία έκανε επιτροπή για να μιλήσει με το Ανώτατο Δικαστήριο με ποιο τρόπο να αλλάξουν οι Θεσμοί. Επί Παπαευσταθίου είχε ξεκινήσει η πρωτοβουλία Σταυριανάκη. Ο Σταυριανάκης ξεκίνησε να κάνει μια διαδικασία να αντιγράψει τους Θεσμούς του Γουλφ. Συμμετείχε ο Παγκύπριας Δικηγορικός Σύλλογος εν καιρώ Παπαευσταθίου (2003-2006) πλήρης συνεργασία και καταλήγει η συγκεκριμένη εργασία στο συρτάρι. Ο Δ. Ιωαννίδης (δεύτερη προσπάθεια) προσπάθησε να διορθώσει τους Θεσμούς αντί να τους αλλάξει εξ ολοκλήρου και όταν τελείωσε η διαδικασία ρωτούσαμε τι έγινε και μας είπαν ότι ξεκίνησαν και όταν έφτασαν στον Θεσμό 2 τσακώθηκαν και σταμάτησαν. Ρωτήσαμε τον Κληρίδη όταν διορίστηκε και μας είπε είναι λάθος η ενημέρωση σας έφτασαν στον Θεσμό 5 μετά πήγαν πίσω στο Θεσμό 2 και τότε τσακώθηκαν και σταμάτησαν. Τώρα περιμένουμε την νέα επιτροπή για αλλαγή θεσμών.
Ερώτηση 3: Κατά ποσό συμφωνείτε ότι επικρατεί μια δικομανία στην Κύπρο δηλαδή η προτροπή συνεχώς να πας στο δικαστήριο αντί να υπάρχει μια ενθάρρυνση εξωδικαστικών διευθετήσεων ιδιαίτερα εάν αυτό συνδυαστεί με τα στοιχεία τα οποία τοποθετούν την Κύπρο στην δεύτερη θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ με τους περισσότερους δικηγόρους, συνεπώς εάν αυτό έχει συντείνει σε αυτή την συμφόρηση των δικαστηρίων;
ΛΒ: Αυτός που μίλησε για δικομανία δεν θα έπρεπε να μπαίνει στο δικαστήριο παρά μόνο για να σφουγγαρίσει. Είχαμε το ‘99, 2016 αγωγές και είμασταν 400 δικηγόροι στην Λευκωσία. Το 2006 είχαμε 12000 αγωγές και 5000 δικηγόροι, κάπου 22 αγωγές ανά δικηγόρο και φτάσαμε πέρσι στην Λευκωσία 2000 δικηγόροι με 4000 αγωγές. Οι δικαστές πρέπει να βρουν τον μηχανισμό στους διαδίκους χωρίς να δέρνονται στους δρόμους για τις διάφορες τους.
Έχουμε πρόβλημα στον τρόπο διορισμού, έχουμε πρόβλημα ότι άνθρωποι που διορίζονται στο Εφετείο είναι μόνο μιας συγκεκριμένης κατηγορίας άτομα, άτομα τα οποία διετέλεσαν δικαστές είναι οι άνθρωποι οι οποίοι έκατσαν και συνεδρίασαν και είπαν ότι οι γονικές μέριμνες είναι μικροδιαφορές!
Ευχαριστώ τους φοιτητές Γεωργία Δαμάσκου, Μάσσιμο Αμπελώμος, Έλενα Μιχαήλ, Άρτεμις Χατζηγεωργίου και Στέφανη Χαραλάμους για την καταγραφή των όσων ειπώθηκαν.