Άκυρους ως αντισυνταγματικούς έκρινε με απόφαση του που εκδόθηκε σήμερα στις 29.5.2020 το Διοικητικό Δικαστήριο τους διορισμούς των τριών Βοηθών Εφόρων Φορολογίας (Συν. Υπ. 542/2016 κ.α. Ποταμίτου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 29.5.2020) σε συνέχεια της ακύρωσης του διορισμού του Εφόρου Φορολογίας Γ. Τσαγγάρη για τον ίδιο λόγο (βλ. Συν. Υπ. 541/2016 κ.α. υπό Ποταμίτου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου, ημερ 16.3.2020).
Οι τρεις Βοηθοί Έφοροι Φορολογίας είχαν αρχικά διοριστεί στις υπό αναφορά θέσεις σε διαφορετικές ημερομηνίες μεταξύ του Ιουλίου του 2015 και του Φεβρουαρίου του 2016, από το Υπουργικό Συμβούλιο, δυνάμει των προνοιών του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου του 2014 (Ν. 70 (Ι)/2014). Τον Απρίλιο του 2016 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να ανακαλέσει τους αρχικούς διορισμούς και παράλληλα να διορίσει τα ίδια πρόσωπα εκ νέου αναδρομικά από την αρχική ημερομηνία διορισμού τους. Η ανάκληση προέκυψε ως αποτέλεσμα της τροποποίησης του ως άνω Νόμου ο οποίος προέβλεπε στην αρχική του μορφή ότι ο διορισμός προσώπων στις θέσεις του Εφόρου Φορολογίας και Βοηθού Εφόρου Φορολογίας θα διενεργούνταν από το Υπουργικό Συμβούλιο με τη γραπτή συγκατάθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού.
Η νομοθετική τροποποίηση είχε κριθεί επιβεβλημένη μετά από σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα και εκκρεμουσών σειράς προσφυγών ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, καθότι η εξάρτηση της επιλογής του προσώπου που θα διοριζόταν από τη σύμφωνη γνώμη του νομοθετικού σώματος, ερχόταν σε σύγκρουση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι οι πρόνοιες του – τροποποιηθέντος – Ν. 70 (Ι)/2014 σε ότι αφορά τη διαδικασία επιλογής και διορισμού προσώπων στις θέσεις Βοηθού Εφόρου Φορολογίας (εκ του νόμου ο αριθμός των θέσεων αυτών καθορίζεται σε 3) έρχονταν σε σύγκρουση με τα άρθρα 122-125 του Συντάγματος τα οποία δίδουν αποκλειστική αρμοδιότητα πλήρωσης θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Προς τούτο υιοθέτησε τα ευρήματα αντισυνταγματικότητας στα οποία είχε καταφθάσει το Διοικητικό Δικαστήριο υπό διαφορετική σύνθεση στις προαναφερθείσες υπ. αρ. 541/2016 κ.α. και την εκεί προσέγγιση των ζητημάτων ως προς το ανενεργό των προνοιών των άρθρων 122-125 του Συντάγματος και την δυνάμει του δικαίου της ανάγκης υποκατάσταση τους από τις πρόνοιες του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο (ν. 1/1990) ο οποίος επιτρέπει, μέσω νέων νομοθετικών ρυθμίσεων τον καταμερισμό μέρους των αρμοδιοτήτων της ΕΔΥ σε άλλα διοικητικά όργανα.
Υπενθυμίζεται ότι το Διοικητικό Δικαστήριο στις 542/2016 κ.α. είχε κάνει δεκτή τη θέση της Δημοκρατίας ότι οι πρόνοιες του Συντάγματος σε ότι αφορά την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν μπορούν πλέον στη βάση του δικαίου της ανάγκης να τύχουν εφαρμογής αφού η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας που λειτουργεί σήμερα είναι άλλη από αυτήν που προβλέπεται από το Σύνταγμα. Έκρινε όμως, καταλήγοντας σε εύρημα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 4 (1) του Ν. 70/ 2014 με αναφορά στη σχετική επί του θέματος νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (μεταξύ άλλων Μενελάου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 370) ότι “τούτο δεν καθιστά την λειτουργία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990, εκτός του συνταγματικού πλαισίου” για να τονίσει ότι ” οι πρόνοιες ως εκ τούτου του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) ερμηνευόμενες θα πρέπει να συνάδουν με το Σύνταγμα”.
Με τη σημερινή απόφαση στις 541/2016 κ.α. το Διοικητικό Δικαστήριο τόνισε με αναφορά στις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Frangoulides (N.2) ν. Republic (1996) 3 CLR 676, ΡΙΚ ν. Καραγιώργη κ.α. (1991) 3 ΑΑΔ 159 και CTO ν. Hadjidemetriou (1987) 3 CLR 780, ότι :
“η ίδια η δομή της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας στο Σύνταγμα μας (άρθρα 122-125 περιλαμβανομένων) είναι να κρατήσει όλα τα θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής (διορισμός, προαγωγή, μετάθεση κλπ) εκτός της επιρροής της πολιτικής κυβέρνησης, της οποίας ο Υπουργός είναι σημαντικό μέλος”.
Διαβάστε την απόφαση εδώ