Είναι κοινή παραδοχή ότι το ΓΕΣΥ δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα στον τομέα της υγείας. Με το παρόν άρθρο επιχειρώ να επεξηγήσω εν συντομία κάποια βασικά ζητήματα που θα πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής όσο αφορά βασικές έννοιες του ιατρικού δικαίου και ποια είναι εκείνα τα νομικά εργαλεία τα οποία συνθέτουν έννοιες όπως ιατρική αμέλεια και ιατρικό σφάλμα. Τα νομικά δικαιώματα του ασθενούς ήταν ανέκαθεν αδιαπραγμάτευτα ενώ σήμερα γίνεται πιο εύκολη η νομική και δικαστηριακή προσφυγή λόγω του θεσμικού πλαισίου του ΓΕΣΥ όπως είναι, για παράδειγμα, η υποχρέωση της ασφάλισης των ιατρών κάτι το οποίο προηγουμένως δεν ήταν υποχρεωτικό και δημιουργούσε σοβαρό κενό στην διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων και αξιώσεων των ασθενών.
Πρωτίστως αυτό που θα πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής εκ των προτέρων αλλά και κατά την πορεία, είναι η σύμβαση της ιατρικής αγωγής η οποία, δυστυχώς, μέχρι σήμερα και κατ’ εκτροπή των πρακτικών, λειτουργούσε σε μια άτυπη βάση δημιουργώντας πολλά νομικά κενά και προβλήματα. Η σύμβαση της ιατρικής αγωγής είναι η συμφωνία που κάνει ο ιατρός με τον ασθενή σε οποιοδήποτε στάδιο αυτή απαιτείται. Το πιο σημαντικό όμως είναι το περιεχόμενο της σύβασης το οποίο πρέπει να αποτελεί τα εξής συστατικά στοιχεία:
- Χαρακτήρας της συμβάσεως
- Τρόποι συνάψεως
- Κύριες και παρεπόμενες υποχρεώσεις
- Η ενημέρωση, η συναίνεση και η περίπτωση της δικαιοπρακτικής ικανότητας
Ξεκινώντας από τον χαρακτήρα της σύμβασης αυτό έχει να κάνει κυρίως από το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή γίνεται. Δηλαδή έχει σημασία αν αυτή η σύμβαση γίνεται, για παράδειγμα, στα πλαίσια του ΓΕΣΥ, ή ανεξαρτήτως ΓΕΣΥ, δηλαδή με ιατρό που δεν ανήκει στο εθνικό σύστημα υγείας. Και αυτό έχει σημασία κυρίως για ασφαλιστικούς λόγους.
Όσο αφορά τον τρόπο συνάψεως, αυτός αρχίζει από την στιγμή που ο ασθενής θα επισκεφθεί τον ιατρό. Άρα είναι σημαντικό να κρατείται σχετικό αρχείο, όπως άλλωστε ορίζουν οι διεθνείς ιατρικές πρακτικές και πολλά είναι τα παραδείγματα που αναφέρονται στην νομολογία για το συγκεκριμένο θέμα. Όσο αφορά τις κύριες και παρεπόμενες υποχρεώσεις παραπέμπω σε απόσπασμα ανάλυσης του Δικαστού κ. Αλικάκου και συγκεκριμένα: «Η παροχή αυτή διεξάγεται με ορισμένο αντικειμενικό πρότυπο αυξημένης επιμέλειας, με σκοπό την προστασία του συμφέροντος του ασθενούς. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα αρνητικής εξέλιξης της υγείας του ασθενούς ή και η πρόκληση βλάβης. Για το λόγο αυτό δεν αποτελεί υποχρέωση του ιατρού το θετικό αποτέλεσμα της ιατρικής πράξεως» (Αστική Ιατρική Ευθύνη). H υποχρέωση του ιατρού όμως καθορίζεται από ένα αυστηρό πλαίσιο κανόνων και διαδικασιών πρωτοκόλλου το οποίο θα πρέπει να εφαρμόζει. Για παράδειγμα, λήψη ιστορικού του ασθενούς, συλλογή κλινικών ευρημάτων, διαμόρφωση διάγνωσης κ.α. Ακριβώς αυτά τα ζητήματα αποτελούν και τον πυρήνα εξέτασης ενδεχομένου ιατρικής αμέλειας, σφάλματος και ευθύνης.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ζήτημα της συναίνεσης του ασθενούς. «Η συναίνεση σχετίζεται άμεσα με την υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς, διότι εάν ο ιατρός έχει φερ’ ειπείν παραλείψει να αναφέρει ορισμένες πληροφορίες στον ασθενή, η συναίνεσή του θα είναι ακυρώσιμη ως προϊόν πλάνης» (Αστική Ιατρική Ευθύνη). Αυτό που θα πρέπει να τονίσω εδώ είναι ότι η συναίνεση θα πρέπει να γίνεται γραπτώς και να φέρει την υπογραφή του ασθενούς εκτός στις περιπτώσεις εκείνες που τίθεται ζήτημα δικαιοπρακτικής ικανότητας (π.χ. στη περίπτωση ανηλίκου) και άρα η διαδικασία είναι διαφορετική. Είναι γι’ αυτό τον λόγο άλλωστε που θα πρέπει να τηρείται και να φυλάσσεται ο ιατρικός φάκελος.
Στα πλαίσια του ιατρικού δικαίου συναντάμε συχνά την έννοια του «ιατρικού σφάλματος». Θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε σε αυτό το σημείο ότι το ιατρικό σφάλμα δεν είναι το ίδιο, νομικά, με την ιατρική αμέλεια ή την ιατρική ευθύνη. Η ιατρική αμέλεια αποτελεί το αποτέλεσμα και την άμεσα συνδεδεμένη πράξη με το τελικό αποτέλεσμα (π.χ. μόνιμη βλάβη ή θάνατος). Το ιατρικό σφάλμα μπορεί να εντοπιστεί σε διάφορα στάδια της ιατρικής αγωγής. Σαφώς όμως, και σε οποιοδήποτε στάδιο της ιατρικής αγωγής, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν το salus aegroti suprema lex, δηλαδή το συμφέρον του ασθενούς.
Καταλήγοντας, παραπέμπω και πάλι στο κείμενο του κ. Αλικάκου ο οποίος τονίζει το εξής: «Ο ιατρός δεν οφείλει να γνωρίζει τα πάντα και να είναι ικανός για τα πάντα, αλλά μόνο όσα γνωρίζει και για όσα πράττει ο μέσος ιατρός της ειδικότητας του. Οφείλει, όμως, να διαθέτει γνώσεις και δεξιότητες που ανταποκρίνονται στο πρότυπο ποιότητας της παρεχόμενης υπηρεσίας, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε φορά. Εδώ χρειάζεται και η δική μας προσοχή, όταν ερχόμαστε να κρίνουμε την ιατρική αμέλεια. Αμελής δεν είναι ο ιατρός που γενικά ενεργεί contra leges artis, αλλά αυτός που δεν κάνει ό,τι όφειλε ή μπορούσε να κάνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ο μέσος συνετός ιατρός» (σ.16).
Άρα, είναι σημαντικό ο ασθενής να γνωρίζει το πλαίσιο της ιατρικής του σύμβασης τόσο στο αρχικό τυπικό στάδιο όσο και στο μεταγενέστερο τυπικό επίπεδο της συνάψεως της σύμβασης της ιατρικής του αγωγής.